"Το λαμπύρισμα των βράχων στο μαγικό βουνό Μέρος 4ο" του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου


Από έξω έφτανε ο θόρυβος από τις κροτίδες, τα τύμπανα και τις τρομπέτες και ήταν εκκωφαντικός κάποιες στιγμές. Η καλύβα έτριζε, οι φωνές την διαπερνούσαν, κι έπειτα ερχόντουσαν εκείνες οι μικρές στιγμές της απόλυτης ησυχίας. Ο γέρος ξετύλιξε έναν πάπυρο και άρχισε να διαβάζει:

- Όταν όλα ήταν καινούρια και οι θεοί κατοικούσαν στις αρχαίες εκτάσεις, πολύ πριν υπάρξουν σύνορα και ιδιοκτησίες, πολλοί ήταν οι θεοί του καλού και κάποιοι θα γίνονταν οι θεοί του κακού, και κάποιοι θα πέρναγαν κάτω από τις αντιλήψεις σκεπασμένοι και θα τρύπωναν και θα διαμόρφωναν την ανθρώπινη ψυχή. Τα αστέρια ήταν απλωμένα στον ουρανό και κάθε τόσο ένα κομμάτι τους έπεφτε στην γη αφήνοντας ένα ίχνος. Εκείνο το ίχνος κάτι θα δημιουργούσε ή θα χανόταν. Οι θεοί που ήρθαν πριν μολυνθούν και γίνουν άνθρωποι είχαν μια ανοιχτή δίοδο με κάθε μορφή ενέργειας που θα μπορούσε να βοηθήσει την ζωή τους. Κάποια στιγμή η αλχημεία έφτασε να γίνει υποκρισία και μέρα με την ημέρα οι άνθρωποι που εμφανίστηκαν έχασαν την φωτεινότητα των αστεριών, παρασυρμένοι από εκείνες τις θεότητες που τρύπησαν τις ψυχές και έγιναν αντιλήψεις σε ξένα σώματα.

Φωνές τρελού χορού έφταναν στα αυτιά μας και ο γέρος σταμάτησε για λίγο. Οι φωνές καταλάγιασαν και ο γέρος συνέχισε.

- Σε κάποια γωνία μιας ειδυλλιακής τοποθεσίας ζούσαν κάποια περίεργα πλάσματα που ήταν άνθρωποι, θεοί και δαίμονες μαζί και στην αρχή ζούσαν ειρηνικά. Ανάμεσά τους ήταν και δύο γέροι: έλεγαν για αυτούς πως ήταν πολύ σοφοί, αντλούσαν τη δύναμη από τα αστέρια και την έκαναν ποίηση, εξηγούσαν τα πάντα με την απλοϊκότητα ενός παιδιού και περπάταγαν εκεί που κανείς δεν μπορούσε ούτε καν να διανοηθεί να κάνει ένα βήμα. Οι δύο γέροι είχαν ένα κοινό: ήταν τυφλοί. Κανείς δεν ήξερε αν ήταν τυφλοί εκ γενετής ή κάτι συνέβη αργότερα. Κανείς επίσης δεν ήξερε, αν είχαν κάποια συγγένεια ή ήταν φίλοι ή παλιοί γνωστοί. Ωστόσο δεν είχε καμία σημασία, οι γέροι ήταν για τον τόπο εκείνο οι άνθρωποι-θεοί-δαίμονες που όλοι έτρεχαν να τους συμβουλευτούν και να πράξουν σύμφωνα με τις συμβουλές τους. Ωστόσο μερικά ζιζάνια άρχισαν να διασκορπίζονται στον τόπο: κάποιοι διατάραξαν εκείνη την αρμονία γιατί ανακάλυψαν την ιδιοκτησία. Έβαλαν μερικούς πασσάλους γύρω από μια καλύβα και δήλωσαν ότι εκείνο το μέρος είναι δικό τους. Δεν πέρασε πολύς χρόνος και κάποιοι άλλοι τους μιμήθηκαν. Η επιθυμία άρχισε να βαραίνει τα μάτια όλων. Πέρασε ακόμη λιγότερος χρόνος και όλοι όσοι έμεναν εκεί, έβαλαν τους πασσάλους τους και όρισαν το μέσα από τους πασσάλους σαν δικό τους. Οι μόνοι που δεν ακολούθησαν την νέα τρέλα ήταν οι δύο τυφλοί γέροι. Όσο διήρκησε εκείνη η διαολεμένη τακτική της μοιρασιάς, οι γέροι παρέμεναν σιωπηλοί. Κάποιοι συνέχιζαν να έρχονται και να τους επισκέπτονται για τις συμβουλές τους, όμως ήταν όλο και λιγότεροι. Έφτασε μια μέρα που όχι μόνο κανείς δεν τους πλησίαζε αλλά σιγά-σιγά απλώνονταν και η φήμη πως εκείνοι οι γέροι δεν είχαν σώας τας φρένας, και η καλοσύνη τους και η σοφία τους γρήγορα ξεχάστηκε. Αμέτρητα χρόνια ευτυχίας και σοφίας ξεχάστηκαν, και σειρά πήραν δύσκολα χρόνια που όλοι είχαν υλικά και όλοι ήταν δυστυχείς. Οι γέροι πιστοί στα αστέρια δεν ακολούθησαν τον δρόμο των πολλών. Αλλά πίστευαν πως κάτι έπρεπε να κάνουν, να μείνουν μακριά, να αποσυρθούν γιατί δεν τους ευχαριστούσε εκείνη η κατάσταση, θεοί και δαιμόνια χάθηκαν κάτω από το πέπλο της πλεονεξίας και έμεινε μόνο η ανάμνηση εκείνου του ειδυλλιακού κόσμου όπου όλοι είχαν από όλα και όλοι δεν είχαν τίποτα. Έτσι ένα δειλινό αποφάσισαν να τραβήξουν προς ένα κοντινό σημείο, όπου υπήρχε μια λίμνη. Εγκαταστάθηκαν εκεί, κοντά στην όχθη της λίμνης κάτω από τα δέντρα σε ένα μικρό παράπηγμα. Ενώ πήγαν όλον τον δρόμο χωρίς πρόβλημα, κατάλαβαν ότι εκεί στην λίμνη θα έπρεπε να κάνουν κάτι γιατί το μέρος τους ήταν άγνωστο αλλά και γιατί περίμεναν βαθιά μέσα τους αντιδράσεις από τους ανθρώπους-θεούς–δαίμονες, τώρα που το πρώην ειδυλλιακό μέρος ήταν γεμάτο τείχη. Η βασική τους ανάγκη ήταν να πηγαίνουν στη λίμνη για νερό. Την ίδια μέρα που οι γέροι εγκαταστάθηκαν εμφανίστηκε ένας άνθρωπος-θεός-δαίμονας του δάσους. Εκείνος τους είδε να κάθονται κάτω από τον αδύναμο πρωινό ήλιο, καθόντουσαν ακίνητοι σαν απολιθωμένοι. Αφού πέρασε πολύ ώρα ο άνθρωπος-θεός-δαίμονας του δάσους πλησίασε χωρίς να τους ενοχλήσει, οι δύο γέροι μίλησαν με μια φωνή:
- "Γεια σου, αν θέλεις να βοηθήσεις πάρε αυτόν τον σπάγκο, και δέσε τη μία άκρη στο ξύλο εδώ και την άλλη άκρη σε ένα μέρος δίπλα στην λίμνη. Έτσι θα κρατιόμαστε από το σπάγκο, θα πηγαίνουμε για νερό και θα γυρνάμε χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος να χαθούμε".
Αφού ξεπέρασε την ταραχή του, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει πως οι δύο γέροι τυφλοί τον είχαν αντιληφθεί, συμφώνησε να τους βοηθήσει. Πήρε τον σπάγκο και έπραξε όπως του όρισαν. Οι δύο τυφλοί γέροι, άρχισαν να προσέχουν τον εαυτό τους και να στηρίζουν ο ένας τον άλλον. Έτσι τη μία μέρα, ο ένας από τους δύο πήγαινε να φέρει νερό από την λίμνη και ο άλλος μαγείρευε και την επόμενη μέρα άλλαζαν τους ρόλους. Καθώς γνώριζαν πόση τροφή χρειάζονταν, η τροφή ήταν μοιρασμένη, ίδια και για τους δύο. Πέρασε πολύς καιρός, και οι δύο γέροι ζούσαν ήρεμα μέσα στην απλότητα τους. Τα πάντα είναι μάταια ωστόσο. Στο χωριό, από τη στιγμή που άρχισε ο αγώνας για την ιδιοκτησία, και την πλεονεξία, οι άνθρωποι-θεοί-δαίμονες σταμάτησαν να ευημερούν και να είναι χαρούμενοι, και για κάποιο απροσδιόριστο λόγο θυμήθηκαν τους δύο γέρους που ζούσαν ευτυχισμένοι στην λίμνη. Ποιος όμως θα έπαιρνε την ευθύνη να γίνει κακός στα μάτια των άλλων κακών; Ένας πανούργος άνθρωπος-θεός-δαίμονας σκέφτηκε να πάει στη λίμνη και να κάνει τους δύο γέρους να δυστυχήσουν. Ο άνθρωπος-θεός-δαίμονας, κατέβηκε στη λίμνη, βρήκε το σπάγκο και τον ακολούθησε βρίσκοντας τους δύο τυφλούς γέρους να κάθονται κάτω από ένα τεράστιο δέντρο και να διαλογίζονται. Αποφάσισε να περιμένει λίγο χωρίς να τους ενοχλήσει. Πολλές ώρες αργότερα οι δύο γέροι άρχισαν να κουνιούνται. Ο ένας είπε :
- "Να σου πω, πεινάω, θα πάω να φέρω νερό γιατί σήμερα είναι η σειρά μου, θα μαγειρέψεις κάτι;"
- "Φυσικά, θα μαγειρέψω, νιώθω κι εγώ πείνα και η ιδέα σου να πας τώρα για νερό μου φαίνεται άριστη".
Ο πανούργος άνθρωπος-θεός-δαίμονας μόλις το άκουσε έτρεξε προς την λίμνη. Έλυσε το σπάγκο από εκεί που ήταν κοντά στο νερό και τον έδεσε σε ένα μέρος με θάμνους. Ο τυφλός γέρος με το μικρό κατσαρόλι στο χέρι, κομπιάζοντας, έφτασε στην άκρη του σπάγκου και όταν έσκυψε να το γεμίσει νερό, διαπίστωσε ότι μόνο χώμα και θάμνοι υπήρχαν τριγύρω. Απογοητευμένος γύρισε στο παράπηγμα:
- "Φίλε μου, είπε στον άλλο γέρο, θα πεθάνουμε σύντομα γιατί η λίμνη αποξηράθηκε και εκεί που μέχρι σήμερα παίρναμε νερό, τώρα υπάρχουν μόνο φυτά και ξερό χώμα".
– "Αυτό είναι αδύνατον, απάντησε ο άλλος, μέχρι χτες παίρναμε νερό από εκεί, δεν μπορεί σε μία μέρα η λίμνη να ξεράθηκε. Δώσε μου να δοκιμάσω εγώ".
Πήρε το κατσαρόλι και με βαρύ βήμα ξεκίνησε να ακολουθήσει τον σπάγκο. Την ίδια στιγμή, ο άνθρωπος-θεός-δαίμονας που παρακολουθούσε κρυφά το διάλογο των δύο σοφών, έτρεξε έλυσε τον σπάγκο και τον έδεσε ξανά στον θάμνο που ήταν αρχικά δεμένος, δίπλα στην λίμνη. Έτσι ο τυφλός γέρος, έφτασε αργά-αργά στην λίμνη, γέμισε το κατσαρόλι νερό, και γύρισε στην καλύβα:
- "Φίλε μου, είπε, ότι ανέφερες πριν, δεν ήταν αλήθεια. Το κατσαρόλι είναι γεμάτο και η λίμνη είναι εκεί. Υπάρχει αρκετό νερό για να μαγειρέψουμε, σήμερα και κάθε μέρα".
Ο πρώτος γέρος δεν κατάλαβε τι συνέβη, ένιωσε έναν ήπιο θυμό, αλλά τον ξεπέρασε γρήγορα. Έτσι άρχισε να μαγειρεύει. Υπήρχαν οκτώ κομμάτια κρέας, τέσσερα για τον καθένα. Ήταν νόστιμα μαγειρεμένα και οι δύο σοφοί, έτρωγαν ήρεμα ξεχνώντας τι είχε συμβεί πριν και συζητούσαν μεταξύ τους και γελούσαν τρώγοντας. Αλλά ο πανούργος άνθρωπος-θεός-δαίμονας ήταν εκεί και τους παρακολουθούσε. Πήρε ένα μεγάλο κομμάτι ξύλο μυτερό στην άκρη του και πολύ προσεκτικά, από την άκρη της παράγκας, άπλωσε το ξύλο, και άρπαξε δύο κομμάτια κρέας από το πιάτο των γέρων χωρίς να εκείνοι να αντιληφθούν κάτι. Έπειτα έκανε το ίδιο. Ο ένας γέρος άπλωσε το χέρι του στο πιάτο και διαπίστωσε ότι υπήρχαν μόνο δύο κομμάτια κρέας. Είπε στον φίλο του:
- "Φίλε μου θα πρέπει να πεινάς πολύ, για να τρως τόσο γρήγορα. Έχω φάει μόνο ένα κομμάτι και μόνο δύο κομμάτια περισσεύουν ήδη". Ο δεύτερος γέρος του απάντησε:
- "Δεν τα έχω πάρει εγώ, αλλά υποψιάζομαι ότι τα έφαγες εσύ". Τότε ο πρώτος απάντησε θυμωμένα και ο δεύτερος πιο θυμωμένα ανταπέδωσε και δεν πέρασε πολύς χρόνος που οι αγαπημένοι σύντροφοι πιάστηκαν στα χέρια, κυλίστηκαν στο πάτωμα χτυπώντας ο ένας τον άλλον αναποδογύρισαν την κατσαρόλα, και σκόρπισαν την φωτιά, η παράγκα κάηκε και εκείνοι κατά τύχη βρέθηκαν έξω από την παράγκα και σώθηκαν από το να καούν ζωντανοί. Όταν κουράστηκαν από την μάχη, και η απώλεια του φαγητού και της παράγκας τους απογοήτευσε και ηρέμησαν γιατί η παλιά τους σοφία τους επανήλθε, τότε ο πανούργος άνθρωπος-θεός-δαίμονας φώναξε προς τους γέρους γελώντας:
- "Δεν είστε πραγματικοί σοφοί, έπαιξα ένα παιχνίδι μαζί σας και χάσατε. Δεν έπρεπε να ρίξετε το σφάλμα ο ένας στον άλλον, τόσο εύκολα. Από εδώ και στο εξής όλα είναι εύκολα για μένα, θα φτιάχνω το ρήγμα και θα υποκινώ τους ανθρώπους να κάνουν το σωστό όπως ορίζω εγώ. Εγώ είμαι ο σοφός", είπε και έφυγε γελώντας σαρκαστικά.

Ο γέρος έκλεισε τον πάπυρο. Τα μάτια του ήταν φωτεινά σαν τα παράθυρα της καλύβας που αντανακλούσαν τις φωτιές από την γιορτή έξω. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σχόλια