"Συνέντευξη με έναν τρελό, Μέρος Β" του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου


Δεν ξέρω πως έγινε το ατύχημα. Μια μέρα πέρασα δίπλα από τον αρχι-νοσοκόμο που κρατούσε ένα φορείο. Θέλησα να καθίσω στο φορείο όμως εκείνος με προσπέρασε με ένα περιφρονητικό βλέμμα. Τότε άρχισα να τον κυνηγάω, και εκείνος άρχισε να τρέχει, έπειτα έτρεξα γρηγορότερα, ο αρχι-νοσοκόμος ουρλιάζοντας άνοιξε την πόρτα, εγώ τρέχοντας έφαγα την πόρτα στο κεφάλι και έχασα το φως μου. Αργότερα έμαθα από το τοπικό κανάλι του τρελοκομείου ότι, ο αρχι-νοσοκόμος καβάλησε το φορείο, το φορείο πέρασε σφήνα την αυλή και καρφώθηκε στους θάμνους και ο αρχι-νοσοκόμος έπεσε στην μικρή λιμνούλα με τα πιράνχας, όμως κανένα δεν τον άγγιξε. Έχω ακόμα ζαλάδα στο κεφάλι από το χτύπημα στην πόρτα και αυτή η ζαλάδα γίνεται χειρότερη, όταν πηγαίνω στο σαλόνι για να παίξω σκάκι χωρίς πιόνια με τον Ναπολέοντα: εκεί κάθεται μια γριά, που κουνάει τα χέρια της πάνω κάτω σαν να πλέκει. Κάνει με το στόμα της τον ήχο του πλεξίματος τσιτ τσιτ τσιτ ή κάπως έτσι, είναι σαν έχει τις βελόνες στα χέρια σου λέω όλη την ώρα τσιτ τσιτ τσιτ. Έπειτα όταν τελειώνει το αόρατο πουλόβερ το διπλώνει προσεκτικά, το βάζει δίπλα της σε μια καρέκλα κι αρχίζει ξανά το πλέξιμο του παραλόγου, τσιτ τσιτ τσιτ. Δεν κάνει τίποτε άλλο. Μια μέρα μόνο - βροχερή μέρα, έπεφταν κεραυνοί και ο ουρανός ήταν σκοτεινός - εκεί που παίζαμε την παρτίδα μας με τα αόρατα πιόνια με τον Ναπολέοντα, η γριά σηκώθηκε όρθια πέταξε το αόρατο πουλόβερ στο πάτωμα και κόκκινη από θυμό φώναξε στον Ναπολέοντα: "Δεν το βλέπεις ρε κόπανε, έχεις ματ σε τρεις κινήσεις". Ο Ναπολέων, έβγαλε ένα μαντήλι από μια τρύπα δίπλα στα παράσημα και σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του. Η γριά μάζεψε το πουλόβερ από το πάτωμα και έκατσε να συνεχίσει το πλέξιμό της, τσιτ τσιτ τσιτ. Η μέρα ήταν βροχερή πολύ βροχερή. Όχι όπως σήμερα που κάνει ζέστη, και δεν μπορώ να βγω έξω. Άσε που τα φάρμακα δεν με πιάνουν. Χε χε χε. Αυτό είναι μυστικό μην το πεις. Έρχονται αυτές οι παλαβές με τις άσπρες ρόμπες και τα τσόκαρα, και μου δίνουν κάτι πολύχρωμα χαπάκια. Εγώ κάνω ότι τα καταπίνω,όμως τα κρατάω κάτω από την γλώσσα μου. Όταν εκείνες βγαίνουν από το δωμάτιο, τα φτύνω στην τουαλέτα. Έπειτα πάω και τις βλέπω από την μισάνοιχτη πόρτα, να κρυφογελάνε, και να τρώνε μερικά, εκείνες στα αλήθεια. Γιατί με ρωτάς αν θέλω να βγω έξω από εδώ; Δεν έχει καμία σημασία. Ωραία τα έχετε φτιάξει εσείς εκεί έξω: οι άνθρωποι σήμερα συναγωνίζονται στο ποιος θα πει τα περισσότερα ψέμματα. Αν βρεθεί κάποιος να πει την αλήθεια τον κλείνετε εδώ μέσα και καθαρίζετε. Όχι, δεν μπορώ να σου πω ψέμματα: ούτε τα χαπάκια τρώω, ούτε είχα δει ότι θα έχανα την παρτίδα σε τρεις κινήσεις. Όσο καιρό έλεγα ψέμματα την έβγαζα μια χαρά. Όπως τότε που ήμουν αρραβωνιασμένος με την ταβερνιάρισσα. Ήταν πολύ χοντρή και αγκομαχούσε στο κρεβάτι. Είχε κάτι χρυσαφικά η άτιμη και δεν μπορούσα να τους βάλω χέρι. Τα κρατούσε στο ένα δωμάτιο, και εμένα στο άλλο. Δεν προλάβαινα να πάρω ανάσα μόλις περνούσαμε την πόρτα, ορμούσε πάνω μου και με πέταγε στο κρεβάτι. Ήμουν και ωραίο παιδί τότε, είχα όλα μου τα δόντια και μαλλιά σγουρά προ καράφλας. Όμως βρήκα τη λύση. Ένα βράδυ άφησα την πόρτα ανοιχτή επίτηδες. Την είχα φουντώσει τόσο με εκείνο το δηλητήριο που πουλούσε για κρασί στο μαγαζί της, που με τύλιξε με πήγε σηκωτό στο κρεβάτι και με άφησε να κουνήσω τα χέρια μου μόνο όταν βρέθηκα πάνω στο θεόρατο κορμί της. Όσο με χτυπούσαν τα παλιρροιακά κύματα του έρωτά της, ο φίλος μου οοοο, τον ξέρεις μωρέ, δεν θυμάμαι το όνομά του, παραφύλαγε όπως του είχα πει ήδη, μπήκε κύριος στο άλλο δωμάτιο πήρε τα χρυσαφικά και την έκανε. Την έκανε και από εμένα όμως. Δεν τον είδα ποτέ. Πάνε τα χρυσαφικά, πάει και η ταβερνιάρισσα. Όταν μου ζήτησε το λόγο, γιατί δεν ήταν χαζή, δεν ξέρω πως μου γύρισε το μυαλό και άρχισα να της λέω όλη την αλήθεια. Και στο τέλος στην κορύφωση της απολογίας μου, της είπα ότι και εγώ εξαπατήθηκα, ήθελα να μοιράσω τα χρυσαφικά με τον φίλο μου και εκείνος με πούλησε. Της ζήτησα να με συγχωρέσει και εκείνη μου πέταξε δύο πιάτα και ένα σκουπόξυλο στο κεφάλι. Τουλάχιστον δεν πήγε στην αστυνομία, αλλά δεν χρειάστηκε το έκαναν άλλοι αργότερα. Η ζωή μου πήρε μια περίεργη κατρακύλα. Όπου και να έπιανα δουλειά παντού με έδιωχναν γιατί έλεγα την αλήθεια. Μια φορά δούλευα σε ένα εστιατόριο σερβιτόρος. Μια κυρία με γούνα και θλιμμένη μούρη, μου ζήτησε να της φέρω σούπα και ένα κομμάτι ψωμί. Η σούπα ήταν πολύ ζεστή. Όταν την έβαλα μπροστά της έχωσα το δάκτυλό μου μέσα στο πιάτο, διαπίστωσα ότι ήταν ζεστή και της πρότεινα να περιμένει να κρυώσει για να την φάει. Εκείνη άρχισε να ουρλιάζει και παραπονέθηκε στον μαγαζάτορα. Εκείνος εξαγριώθηκε και με έδιωξε. Δηλαδή κατάλαβες τι έγινε, έκαψα το δάκτυλό μου, έχασα και την δουλειά. Τι να πω. Με ρωτάς πως την έβγαζα αργότερα. Από εδώ και από εκεί. Δουλειές του ποδαριού. Μια φορά δούλεψα σε ένα γραφείο. Η γυναίκα του προϊσταμένου, είχε κάνει έρωτα ήδη με όλο το αντρικό προσωπικό, περίπου δέκα άτομα, έναν την Κυριακή έναν την Δευτέρα και πάει λέγοντας. Μόνο μαζί μου δεν είχε κοιμηθεί. Ένιωθα αδικημένος. Πήγα στον προϊστάμενο και τον ρώτησα γιατί η γυναίκα του δεν κοιμάται μαζί μου ενώ το κάνει με όλους. Δεν μπορώ να καταλάβω την αντίδρασή του. Άλλαξε είκοσι χρώματα και μετά από δύο μέρες με έδιωξε για "ανάρμοστη συμπεριφορά" είπε. Η γυναίκα του βαρέθηκε το προσωπικό και άρχισε να πηγαίνει και με τους άντρες από την εταιρεία του διπλανού κτιρίου. Ναι, έχω πάει σχολείο. Έβγαλα και πανεπιστήμιο ακόμη έχω το δίπλωμα του πολιτικού μηχανικού, να το εδώ, λίγο κιτρινισμένο και σκονισμένο, ποτέ δεν το χρησιμοποίησα. Για πιο λόγο; Αφού τα κατάφερα δεν με ένοιαζε αν είχα το χαρτί για να κοροϊδεύω ότι είμαι σπουδαγμένος. Και τι έγινε; Οι άνθρωποι έχουν περίεργη συμπεριφορά: όσο τους κοροϊδεύεις τόσο καταξιώνεσαι κοινωνικά. Είδες ορολογία; Είμαι σπουδαγμένος σου λέω. Στο σχολείο, άλλοι τσακωμοί εκεί. Θυμάμαι ότι καθόμουν στο θρανίο δίπλα στο παράθυρο και ο δάσκαλος μιλούσε κάθε μέρα για βαρετά πράγματα. Εγώ κοιτούσα έξω, στο δέντρο και μου φαίνονταν πως κάθε μέρα ένα πουλί στέκονταν στο κλαδί και με κοίταζε. Κάθε μέρα. Είχα αποκτήσει τέτοια οικειότητα μαζί του που το ένιωθα δικό μου, ένα κομμάτι του στενού κύκλου μου. Μια μέρα ο δάσκαλος φώναξε αγριεμένος

– Γιατί δεν προσέχεις εδώ; Τι κοιτάς επιτέλους;
- Κοιτάζω το πουλί μου δάσκαλε, του απάντησα και εκείνος με άρπαξε από το αυτί και με πέταξε έξω, ενώ όλη η τάξη είχε σκάσει στα γέλια.

Ναι, πολλές περιπέτειες είχα. Πάντα αναρωτιόμουν τι είναι όλο αυτό; Το διασκέδασα. Και αναρωτιόμουν. Τι είναι όλο αυτό; Να σου πω, βαριέμαι μερικές φορές. Αναπολώ το παρελθόν και με πιάνει μια χαρά ανακατεμένη με θλίψη. Το ωραίο είναι πως μου έβαλαν την ετικέτα του τρελού και με έχωσαν εδώ μέσα. Δηλαδή εσείς εκεί έξω είστε λογικοί; Τσακώνεστε, μισείτε τον διπλανό σας γιατί προκόβει, αναμασάτε ότι σας λέει η τηλεόραση, κάνετε σαν να συμβαίνει κάτι σοβαρό συνέχεια και είστε όλο μούρη και κοστούμι. Όχι, δεν λέω για σένα, ωραίο το σακάκι σου δεν λέω σου πάει, όμως μέσα στην ανία σου έρχεσαι να μου πάρεις συνέντευξη και δεν θέλεις να σου πω την αλήθεια αλλά θα στην πω: η διευθύντρια της κλινικής πάσχει από μανιοκατάθλιψη και τσακώνεται συνέχεια με τον αρχι-νοσοκόμο που είχε πέσει στα πιράνχας. Ναι, σου λέω τους βλέπω, ο έρωτας και η βλακεία δεν κρύβονται. Όχι, τώρα που χειμωνιάζει δεν ξέρω τι θα κάνω, ίσως να ρωτήσω την γριά να μου πλέξει ένα πουλόβερ. Έφτασα τα εβδομήντα έτη να σου πω. Βαρέθηκα. Θυμάμαι στεκόμουν σε ένα μπαλκόνι και κοίταζα με δέος την θέα ακούγοντας θεϊκή μουσική, σαν να είμαι στον παράδεισο. Και ξαφνικά η μουσική αντικαταστάθηκε με κακοφωνία και βρέθηκα να κλαίω για εβδομήντα χρόνια. Εσύ πως θα ένιωθες αν η μουσική των αγγέλων σταματούσε και έπειτα δεν άκουγες παρά κακοφωνία και κλάμα; Γιατί κλαίτε δεν ζείτε. Αλλά δεν με νοιάζει. Σύντομα θα γυρίσω στην βεράντα και τη θέα και τη μουσική των αγγέλων. Ευχαριστώ. Λοιπόν, μην ξεχάσεις να μου στείλεις ένα απόκομμα με την συνέντευξη. Στην διάθεσή σου αν θέλεις κάτι να σου πω ακόμη. Βγαίνοντας πρόσεχε τις νοσοκόμες. Μην σε πείσουν ότι είσαι χλωμός γιατί σύντομα θα βρεθείς δίπλα μου. Βάστα γερά. Και μην ξεχάσεις το απόκομμα της εφημερίδας. Αν έχει και cd, το θέλω.

Σχόλια