"Το λαμπύρισμα των βράχων στο μαγικό βουνό Μέρος 6ο" του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου


Ήταν μαζί ζωγράφος, τραγουδιστής, χορευτής, ξυλουργός. Το ήξερε ότι μπορούσε να κατευθύνει τη βαθιά δημιουργική ενέργεια και να χάνεται στη δημιουργική έκσταση. Από εκεί πάνω έβλεπε τώρα καλύτερα. Γενικά έβλεπε καλύτερα με τα μάτια κλειστά. Όταν ο ιδρώτας κυρίευε το κορμί του και άρχιζε εκείνο το τρέμουλο, με τα μάτια να καίνε σαν να πετάνε σπίθες, γνώριζε πολύ καλά ότι ο πατέρας του μιλούσε. Η ζαλάδα και η σκοτεινιά ήταν τόσο βαριά στην αρχή, δεν ήξερε τι γινόταν, μετά που συνήθισε αυτή την κατάσταση, τότε που τράβηξε στην ερημιά, τότε που μιλούσε στους κάκτους με την ίδια ευκολία που μιλούσε στα σύννεφα, τότε κατάλαβε, συνήθισε, έγινε δεύτερη φύση του. Τώρα έβλεπε έναν άλλο δρόμο. Συνέχισε να περπατάει σε μια νέα ομίχλη. Ήξερε ότι το πρόσωπό του δεν ήταν το ίδιο. Ήταν καλύτερα πίσω από εκείνη την μάσκα. Πέρασε το μονοπάτι με τα ψηλά δέντρα, εκεί που η σκιά τον συντρόφευε, εκεί που η σκιά ήταν μεγάλη σαν τη ζωή την αιώνια. Τα πόδια του πονούσαν το ίδιο και τα χέρια του. το σώμα ήταν ασυνήθιστα βαρύ. Θυμήθηκε τους μαθητές του πόσο γρήγορα τον είχαν αφήσει εκεί πάνω. Ο δρόμος ήταν τόσο μοναχικός και μέσα του δεν ήξερε αν αυτό που ένιωθε ήταν στεναχώρια, απογοήτευση ή μόνο μια προσαρμογή στην πραγματικότητα, αυτή που ήξερε αλλά δεν ήθελε να παραδεχτεί.

Στα αυτιά του ακόμη αντηχούσαν οι ήχοι της ματαιοδοξίας Ο ένας ήθελε να του δώσει τον καλό του εαυτό για να του δώσει ότι ήθελε αργότερα. Ο Πέτρος βολόδερνε να του αποδείξει πως ήταν αυτός που τον αγαπούσε περισσότερο. Ο Παύλος έβλεπε τον εαυτό του ως ιδρυτή ενός κόμματος που θα εξουσίαζε, θα είχε δύναμη και πλούτο. Ο ένας ήθελε να γίνει γραμματέας του στην νέα εξουσία, ο Θωμάς (ας πούμε γιατί όλοι ίδιοι ήταν δεν ξεχώριζε κανένα όνομα όλοι ήταν το ίδιο πρόσωπο του ίδιου δράκοντα) δεν πίστευε σε τίποτα άλλο παρά μόνο στην ανταμοιβή του. Ακόμη ηχούσαν στα αυτιά του οι τσακωμοί τους, ακόμη έβλεπε τις μαχαιριές που έριχναν στον αέρα τα μάτια τους, το πάθος τους για αναγνώριση και θέση. Αυτό ήταν ότι είχαν καταλάβει από αυτόν; Τότε είχε αποτύχει τελείως. Ο καθένας είχε την δική του ερμηνεία και το κοινό ήταν μια κοινή ρηχή ερμηνεία, κάτι στο σκοτάδι μύριζε άσχημα και κάτι στο φως ήταν το ίδιο σάπιο με το σκοτάδι. Τι απογοήτευση ήταν αυτή που ένιωθε. Την πάτησε σαν μαθητευόμενο παιδαρέλι. Ήταν ο μόνος δρόμος ή μήπως όχι. Γιατί τώρα που περπατούσε εκεί ανάμεσα στα δέντρα, είδε πως τα πράγματα δεν ήταν τόσο τραγικά.

Μετά από ένα δίωρο πεζοπορίας, και τη συνάντησή του με μερικούς διαβάτες, που κανείς δεν τον γνώρισε και αυτό ήταν ενθαρρυντικό, έφτασε στο σπίτι της Μάρθας και της Μαρίας. Στο χτύπημα της πόρτας του άνοιξε σαν να στέκονταν από πίσω η Μαρία.

– Σε περίμενα, του αποκρίθηκε. Πόσο μου αρέσει αυτό το καινούριο σου πρόσωπο.

Άπλωσε το χέρι της και τον χάιδεψε, άγγιζε το μακρύ βρώμικο μαλλί του και το γεμάτο ιδρώτα πρόσωπό του. Μυρωδιά από φρεσκοψημένο κρέας έφτασε στα ρουθούνια του. Με τα χέρια να τα σκουπίζει στην ποδιά, εμφανίστηκε και η Μάρθα.

– Καλώς ήρθες πίσω, του είπε και τα μάτια της δάκρυσαν.

Όταν έκατσαν για φαγητό, κανείς από τους τρεις δεν ανέφερε τίποτα για το καινούριο του πρόσωπο. Έτρωγαν σιωπηλοί, με αργές μπουκιές και κανένας δεν κοιτούσε τον άλλον. Τελικά τη σιωπή την έσπασε ο άντρας.

– Κάποτε ήμουν σκληρός, τους είπε, είχα απαιτήσεις από εσάς, δεν ήμουν η ροή, έβλεπα διάφορα, πρόβαλα διάφορες εικόνες πάνω σας, εικόνες που είχαν να κάνουν με την δική μου ματαιοδοξία να σώσω τον κόσμο. Όλα αυτά τελείωσαν, ανήκουν στο παρελθόν. Θέλω να ζήσουμε εδώ στο σπίτι μας, και να κάνουμε παιδιά. Εγώ θα καλλιεργώ την γη, εσείς θα μαγειρεύετε, θα γεμίσουμε το σπιτικό μας παιδιά και χαμόγελα. Και δεν θα με ξαναπείτε κύριο ή ότι άλλο με αποκαλούσατε μέχρι τώρα. Το όνομά μου από εδώ και πέρα θα είναι Λάζαρος.
– Μάλιστα Λάζαρε είπαν και οι δύο με μια φωνή.

Η Μαρία σηκώθηκε να μαζέψει τα πιάτα. Καθώς βημάτιζε προς την κουζίνα, ήθελε να κλάψει από ευτυχία. Ήταν η ίδια που είχε κλάψει στην απόγνωσή της και στην αγωνία της, όταν τον έβλεπε να φεύγει χωρίς να ξέρει πότε και αν θα γυρίσει, εκείνα τα ατελείωτα αξημέρωτα βράδια αγκαλιά με το σκοτάδι. Η Μάρθα έμεινε εκεί να κοιτάζει καθιστή, καρφωμένη στην καρέκλα της, τα μάτια του, εκείνα τα φωτεινά μάτια που νόμιζε πως την τρυπούσαν και την γέμιζαν σπόρους ζωής. Εκεί στην σιωπηλή τους συμφωνία, έτρεμαν και οι τρεις τους από χαρά και έκσταση για τη νέα τους ζωή. Ήταν ένας χορός, γνήσιος χορός, μια ένωση με το θεϊκό σύμπαν, η πεταλούδα να πετάει ανάμεσα στα άνθη και το ψάρι να αφουγκράζεται το πέλαγος. Είναι οι μυρωδιές του δειλινού, που απλώνονται ένα βήμα από τον παράδεισο.

Καιρό αργότερα, ο Λάζαρος είχε το πρώτο του παιδί στα πόδια του και το έπαιζε και το χάϊδευε. Η Μάρθα είχε την κοιλιά της φουσκωμένη. Ήταν χλωμή με τη χλωμάδα της γυναίκας ανακατεμένη με τη χαρά που σε λίγο θα φέρει καινούριο μέλος στην οικογένεια. Ο Λάζαρος άφησε το παιδί να μπουσουλήσει στο πάτωμα, ήπιε μια γουλιά νερό και σηκώθηκε να πάει για το χωράφι. Αυτό έκανε κάθε μέρα και τον γέμιζε τόση ικανοποίηση, που του σκέπαζε την ρουτίνα. Κάπου-κάπου τον έπιανε η νοσταλγία και έπειτα για λίγο η απογοήτευση, για τα παλιά. Είχε ορκιστεί να μην κοιτάζει πίσω. Κανείς δεν τον ήξερε πια, μόνο οι δύο του πιστές γυναίκες. Είχε πάρει τη σύνταξή του από εκείνες τις γραφικότητες και κοίταζε μόνο τον εαυτό του και το σπιτικό του. Είχε ένα κομμάτι μέσα του που πάλευε, καθώς όμως ο χρόνος είναι ο μόνος γιατρός, ήξερε πως αν του έδινε το χώρο, σιγά-σιγά όλα θα έσβηναν. Οι πρώτες λευκές τρίχες στα μαλλιά του είχαν δώσει την θέση τους σε πιο πολλές τώρα και οι ρυτίδες ήταν πιο βαθειές σαν αυλάκια σε χωμάτινο δρομάκι. Πιο πολύ αυτό ένιωθε, ένα δρομάκι που χάθηκε στο χαμό και τη φασαρία της λεωφόρου των ανθρώπων. Ήταν τύψεις; Δεν μπορούσε να το πιστοποιήσει. Δεν ήξερε αν έκανε καλά, ήξερε πως αυτό είχε επιλέξει.

Ετσι περνούσαν τα χρόνια. Το σπίτι ήταν γεμάτο χαρά, εγκυμοσύνες, κλάματα, γέλια και ο γερο-Λάζαρος ήταν ευτυχισμένος. Ήταν οικογενειάρχης που τα έφερνε βόλτα άλλοτε δύσκολα άλλοτε λίγο πιο εύκολα, όμως το χαμόγελο και η καλή διάθεση δεν του έλειπε. Μόνο τα βράδια, κάποια βράδια που κάθονταν μονάχος στο τραπέζι, ακούγοντας τις δύο του γυναίκες να βαριανασαίνουν στον ύπνο τους από τη κούραση της ημέρας, που άκουγε στο βάθος κάποιο κλάμα παιδιού και μετά απόλυτη ησυχία, μόνο τότε οι αναμνήσεις από τον καιρό της σωτηρίας του κόσμου, τότε που γύρναγε με τη μαγκούρα του από χωριό σε πόλη και αντίθετα, τότε που ένιωσε στο πετσί του τη δύστυχη ανοησία του κόσμου, του ίδιου που είχε δηλητηριάσει κάποτε τον Σωκράτη, τον ίδιο που όταν ήρθε η ώρα σταύρωσε κι αυτόν, και μια πικρία του γέμιζε το στόμα και δεν ήξερε αν ήταν απογοήτευση ή μια αίσθηση αποτυχίας. Είχε προσπαθήσει με όλες του τις δυνάμεις, είχε διαπιστώσει με τον πιο κουραστικό τρόπο ότι ο δρόμος του ήταν ένας και μοναδικός και το μονοπάτι ήταν τόσο στενό που όταν προσπάθησε να βάλει και κάποιον άλλον σε αυτό, το μονοπάτι δεν άντεξε και βυθίστηκε στον Άδη, και εκείνος έμεινε μόνος του πάνω στο σταυρό, να προσπαθεί μάταια να καταλάβει, με το πρόσωπό του ιδρωμένο και το μυαλό θολωμένο από την ταλαιπωρία, προσπαθώντας να διώξει ότι μπορούσε από την απανθρωπιά του λαού που τόσο είχε πιστέψει και τόσο είχε απογοητευτεί. Γιατί ήταν τελικά μια απογοήτευση. Την ένιωθε να του πλακώνει τους ώμους, αδύναμος από τα χρόνια και την ρουτίνα του να την κρατήσει μουχλιασμένη στο μπαούλο της λησμονιάς.

Είχαν περάσει τα χρόνια και ο γερο-Λάζαρος είχε ασπρίσει. Το σφριγηλό και το φωτεινό είχε δώσει την θέση στην λεπτή κρεμασμένη σάρκα των γέρων. Δεν είχε καμία ελπίδα, δεν φοβόταν τίποτα. Ζούσε με τα παιδιά του, τα έβλεπε να μεγαλώνουν και τις γυναίκες του να μεγαλώνουν και αυτές, να ασπρίζουν τα μαλλιά τους και τη θέση του έρωτα και του πάθους να παίρνει η αγάπη και η αφοσίωση στο δύσκολο δρόμο της συμβίωσης.

Ένα πρωινό που δεν είχε πάει στο χωράφι, τώρα πήγαινε κάθε καιρό και λιγότερο, χτύπησε η πόρτα. Οι γυναίκες του έλειπαν με τα τρία από τα παιδιά, στην αγορά. Τα υπόλοιπα έπαιζαν κάπου έξω. Ο γερο-Λάζαρος άνοιξε την πόρτα και είδε στο κατώφλι έναν γέρο. Κρατούσε μια μαγκούρα, ήταν ωστόσο καλοντυμένος με χιτώνιο από ακριβό ύφασμα. Τα μάτια του ήταν μικρά και τσιγκούνικα.

– Να περάσω; Τον ρώτησε.
– Ποιος είσαι;
- Είμαι ένας παλιός φίλος και… δεν ολοκλήρωσε την φράση είχε πατήσει ήδη το πόδι του μέσα και ο γερο-Λάζαρος δεν μπορούσε να του αρνηθεί, παρόλη την αγένειά του.

Πέρασαν και έκατσαν στο τραπέζι της κουζίνας. Ο επισκέπτης άρχισε να μιλάει.

– Είμαι από την εκκλησία. Είμαι ο ιδρυτής της. Κάποτε στα νιάτα μου θέλησα να σώσω τον κόσμο. Τελικά τον άφησα στο σκοτάδι που ζούσε και είπα ότι ευκολότερο είναι να σώσω την τσέπη μου. Μια και ο εαυτός μου δεν υπάρχει όσο και να τον έψαξα, είναι και αυτός πλήθος.
– Δεν ξέρω που θες να καταλήξεις.
– Σου είπα πως είμαι ο ιδρυτής της εκκλησίας. Κάποτε ήμουν ένας γραφικός. Ακουλουθούσα κάποιον που πίστευε πως είναι ο γιος του θεού. Πηγαίναμε από βουνά σε λαγκάδια και μιλάγαμε, με λόγια πύρινα, με θυμό και παραβολές. Δηλαδή μιλούσε εκείνος και εμείς τον ακούγαμε συνεπαρμένοι, κρεμόμασταν από τα χείλια του. Δεν είναι ότι τον πιστεύαμε, ήταν εκείνη η ελπίδα, ότι θα βρίσκαμε επιτέλους τον Λυτρωτή σε ένα πρόσωπο που θα μπορούσε να μας κάνει καλούς, να μας τραβήξει από το λάκο της ουτοπίας, μάταια ήταν και ο ίδιος μια ουτοπία, θεωρία που δεν την καταλαβαίναμε, ίσως ήταν και μισότρελλος, δεν είχε καμία ιδέα για το πώς να φέρεται σε ανθρώπους, μιλούσε για αγάπη, πάλευε ανάμεσα στα οράματά του και την κούραση από την πραγματικότητα, και όταν τα έχασε τελείως έγινε επιθετικός, τότε έπρεπε να απαλλαγούμε από αυτόν, οι υποσχέσεις του ήταν ψεύτικες, η αγάπη έγινε μίσος στα μάτια μας, δεν μας ξεκαθάριζε τι πόστα θα πάρουμε ο καθένας μέσα στο κόμμα του και τελικά αναγκαστήκαμε να τον ανεβάσουμε σε έναν σταυρό.
– Τι λες συνταξιδιώτη, θα έπρεπε να ήταν πολύ κακός αυτός ο άνθρωπος.
– Ήταν δεν ήταν εμείς απαλλαχτήκαμε από την παρουσία του και τραβήξαμε το δρόμο μας. Ο καθένας πήρε τις ιδέες του και μετακόμισε σε άλλη δική του γειτονιά. Μπορώ να σου πω ότι εγώ είχα την μεγαλύτερη επιτυχία. Ίδρυσα ένα παντοδύναμο κόμμα, μια εταιρία, μια συνομωταξία από ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης, όμως το εγχείρημα πήγε τόσο καλά. Και ξέρεις ποιο είναι το σήμα της εταιρείας;
- Όχι ποιο είναι;
- Ο σταυρός. Ναι ο σταυρός. Δεν μπορούσα ποτέ να διανοηθώ αν δεν το έβλεπα, ότι αυτό θα ήταν και το σύμβολο της επιτυχίας, ανάμεσα σε ανθρώπους που πάντοντε κρύβονται πίσω από κάθε πέπλο μυστηρίου με σκοπό να καλύψουν ή και να σκοτώσουν ακόμη την αλήθεια. Έβγαλα και μερικές ωραίες ακόμη θεωρίες, κάλεσα και μερικούς παλιούς αγωνιστές, από εκείνους που είχαν βοηθήσει να βγάλουμε από τη μέση τον τρελό και χτίσαμε έναν πανίσχυρο οργανισμό, που μάζεψε όλα τα πλούτη και όλη την εξουσία. Τώρα γέρος πια θέλω να αποσυρθώ. Όμως ξέρεις τι γίνεται. Βλέπω εφιάλτες κάθε βράδυ. Και η μέρα μου δεν είναι καλύτερη. Νομίζω ότι έχω πολλούς εχθρούς. Ότι με παρακολουθούν και θέλουν να με σκοτώσουν. Περπατάω στον δρόμο και κοιτάζω αν κανείς παραφυλάει. Είμαι σε μια διαρκή κατάσταση επαγρύπνησης. Οι απειλές έχουν γίνει θύελες που χτυπάνε τα γέρικα κόκκαλά μου.

Ο γερο-Λάζαρος είχε αρχίσει να θυμώνει. Ήξερε όμως να κρύβει πολύ καλά εκείνον τον θυμό.

– Και τι ζητάς από μένα συνταξιδιώτη; Ρώτησε ο γερο λάζαρος.
– Ξέρω ότι ζεις εδώ πολύ καιρό. Ξέρω από τα άσπρα σου μαλλιά πως γνωρίζεις πολλά πράγματα στην ζωή. Θέλω να μου βρεις ένα μέρος να ησυχάσω. Θέλω ένα μέρος να μην νιώθω τους δαίμονες να κατατρώγουν τις σάρκες, είπε ο επισκέπτης.

Ο γερο-Λάζαρος σηκώθηκε όρθιος και είπε:

- Ξεπούλησες ότι είχες μέσα σου. Είναι σαν να έκαψες το σπίτι σου. Τώρα ζητάς την βοήθειά μου. Πως μπορώ να σε βοηθήσω; Όπου και να πας οι φόβοι σου θα σε βρίσκουν. Φρόντισε να ξαναχτίσεις το σπίτι σου.
– Πως θα το κάνω; Είμαι τόσο γέρος πια.
– Καθάρισε από μέσα σου τα ανθρώπινα σκουπίδια. Ψάξε να βρεις τα χαλάσματα και πίσω από τα χαλάσματα υπάρχει το φως. Αν μπορέσεις να δεις έστω και λίγο αυτό το φώς θα αποκτήσεις αυτό που πραγματικά ψάχνεις όλο τον καιρό. Ξέχνα αυτό τον κόσμο και χτίσε πάνω στα παλιά σου ερείπια. Μα πρώτα από όλα πάψε να αναρωτιέσαι για την έκβαση του χτισίματος. Το φως ξέρει. Το φως θα σου δείξει τον δρόμο. Τώρα σήκω. Μπορείς να πηγαίνεις. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σχόλια