"Το λαμπύρισμα των βράχων στο μαγικό βουνό Μέρος 9ο" του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου


Πέρασα το στενό μονοπάτι, με τους θάμνους να μου γδέρνουν τα πόδια. Μπροστά μου αντίκρισα ένα παράξενο θέαμα. Ήμουν στην άκρη του δρόμου κι έβλεπα μέσα από ένα πλαίσιο (σαν ένα παράθυρο που στηρίζονταν στο πουθενά, σε ένα αιθέριο πουθενά), ένα μεγάλο σκοτεινό πέλαγος από πελώρια δέντρα. Ύστερα άκουσα έναν θόρυβο που μου έδινε την εντύπωση πως ήταν άνεμος που περνούσε ανάμεσα από τις φυλλωσιές των δέντρων σε αυτό το παράξενο απόκοσμο σκοτεινό δάσος. Τότε έγινε κάτι πέρα από κάθε φαντασία. Τα δέντρα εξαφανίστηκαν, έμεινε μόνο το σκούρο χρώμα των σκιών τους και μια παράξενη οσμή καμένου φαγητού με αλμύρα. Ύστερα ένα φως εμφανίστηκε στον ουρανό και ο ήχος από συνεχόμενους κεραυνούς τράνταξαν το έδαφος. Αντί να τρομοκρατηθώ θυμήθηκα τα λόγια του γέρου - πέρα από τα μικρά μονοπάτια υπάρχει το αρχαίο δάσος. Εκεί θα δεις παράξενα πλάσματα, το έδαφος θα κρύβεται και θα εμφανίζεται, η θάλασσα θα είναι κοντά σου αν την χρειάζεσαι και τα δέντρα αν σε συμπαθήσουν, θα σου ανοίγουν δρόμο. Να είσαι δεκτικός και ανοιχτός, μην κατακρίνεις και προπαντώς μη φοβάσαι. Αυτά τα δέντρα έχουν καεί και ξανακαεί χιλιάδες φορές. Αντί να εκδικούνται όπως εμείς νομίζουμε, επειδή η εκδίκηση είναι ανθρώπινη μικροπρέπεια, δείχνουν το μεγαλείο τους κι εσύ ας δείξεις το δικό σου μεγαλείο.

Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα σε ένα ξέφωτο. Τα δέντρα εμφανίστηκαν ξανά γύρω μου ψηλά και αμέτρητα σαν προέκταση του ουρανού, και ο ήλιος φώτιζε το έδαφος παρόλο που οι δυνατές του ακτίνες σταματούσαν στα κλαδιά ψηλά στα δέντρα. Ο φωτισμός ήταν μελαγχολικός. Κοιτώντας λίγο ψηλότερα διέκρινα ένα μονοπάτι. Έδειχνε ανηφορικό, και μου φάνηκε καλή ιδέα να το ακολουθήσω ίσως αν ανέβαινα κάπου ψηλότερα, να μπορούσα να έχω μια ξεκάθαρη εικόνα για τον δρόμο που θα ακολουθούσα αργότερα. Μπήκα στο μονοπάτι. Τα κλαδιά έτριζαν και ο άνεμος σκόρπιζε κίτρινα φύλλα ολόγυρα. Περπατούσα ανάμεσα σε φυλλωσιές και σκόρπια κλαδιά αλλά το έδαφος έδειχνε να είναι στέρεο. Η μυρωδιά στον αέρα είχε πάλι εκείνη την αλμύρα σαν να ήμουν δίπλα στη θάλασσα. Και μια ακόμη μυρωδιά που δεν μπορούσα να την χαρακτηρίσω, αλλά με έκανε (μπορεί να ήταν και η εντύπωση μου) να νιώθω υπνηλία. Η ματιά μου έπεσε σε ένα τεράστιο δέντρο, λευκό από τα γηρατειά σε μερικά σημεία, με αναρίθμητα κλαδιά να κρέμονται σαν χέρια παλαιστή, κάτι μου έλεγε χωρίς να μπορώ να διακρίνω τα λόγια του. Τα μάτια μου βάρυναν και αποκοιμήθηκα στηριζόμενος στον κορμό του.

Το δάσος δεν το ονόμαζαν αρχαίο χωρίς λόγο. Κάποιοι ήχοι του με ξύπνησαν από τον βαθύ ύπνο. Οι φωνές μέσα μου δυνάμωναν και ήταν ένας τρόπος να σπάσω εκείνη την απόκοσμη ησυχία, να επικοινωνήσω με το δάσος. Κάποιες από τις φωνές, προσέκρουαν στα δέντρα και έπεφταν κάτω στο έδαφος σαν ίχνη που άφηνε πτηνό που περπάτησε για λίγο. Κάποιες άλλες από τις φωνές μου, ενώθηκαν με τις καρδιές των δέντρων και τις σκέψεις τους (που έδειχναν παράξενες και σκοτεινές, αλλά που μετά την ένωση φτερούγιζαν με τέτοια ταχύτητα που μέχρι τα μάτια να ανοιγοκλείσουν εκείνες είχαν ήδη χαθεί) και όσες ενώθηκαν και ήταν δυνατές, πέταξαν προς διάφορες κατευθύνσεις, μακριά από το βουνό προς τη γη, ξεροβήχοντας, ροκανίζοντας τις ριπές του ανέμου, αφήνοντας σπινθήρες και στάχτες και παράλληλα μου έλεγαν πως το δάσος εκείνο επιβίωσε από τα αρχαία χρόνια, το ίδιο παλιό όπως και οι βράχοι που λαμπύριζαν, κρατώντας τις αναμνήσεις από τις παλιές οικογένειες των δέντρων, τότε που ήταν οι βασιλιάδες της γης και τα διψασμένα πνεύματά τους, κυριαρχούσαν πάνω στις καρδιές των ανθρώπων θεών δαιμόνων και ακόμη παλιότερα, όταν ο κόσμος ήταν μεγαλύτερος, μια ατέρμονη σφαίρα πίσω από την μνήμη και πέρα από την σκέψη, τότε που η αλχημεία ήταν τρόπος ζωής, και που άνθρωποι φυτά και ζώα ήταν ένα, και το ήξεραν, το εκτιμούσαν, σαν μια διαφορετική έκφραση της ίδιας ενέργειας, από την ίδια υπέρτατη πηγή. Από τότε πόσες μέρες και νύχτες πέρασαν και πόσο ο κόσμος άλλαξε, δεν μπορεί να ειπωθεί, και η ησυχία του παραδείσου έδωσε τη θέση της στην ανησυχία, και τα δέντρα του αρχαίου δάσους έχασαν την δίψα για γνώση και στέκονταν εκεί, πεινασμένα και κουρασμένα γεμάτα απορία και σιγά-σιγά έκλεισαν τα μονοπάτια και το δάσος έγινε σκοτεινό, γέμισε σκιές και έγινε αφιλόξενο για τους ανθρώπους που δεν σέβονται την αρχαία ιστορία του. Και τα σύνορα στον έξω κόσμο άλλαζαν συνέχεια, οι δονήσεις από τις κακές σκέψεις των ανθρώπων έφταναν μέχρι εκεί, και το αρχαίο δάσος διατήρησε την φήμη του σαν ένα μέρος που πολλά παράξενα γεγονότα συνέβαιναν εκεί, μερικά αληθινά και μερικά από αρρωστημένη φαντασία των ανθρώπων, έπειτα δεν ήξεραν τι θα γίνει με τους εαυτούς τους. Αλλά το να παραμείνει το δάσος απόκοσμο ήταν ο μοναδικός τρόπος σωτηρίας του, στον έξω κόσμο που ξεθώριαζε συνεχώς, και που άπλωνε τα ερεβώδη ερείπια, πέρα ως τα βάθη του ουρανού.

Ένιωσα ένα άγγιγμα στον ώμο. Γύρισα και με δυσκολία κράτησα μια κραυγή φόβου, πανικού, σχεδόν μουδιασμένου τρόμου.

– Όχι μην φοβάσαι, μου είπε αυτό που αντίκρυσα. Ήταν ένα φάντασμα. Δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς η εικόνα του ήταν πέρα από τα λόγια. Μπορείς να με λες φάντασμα, είπε. Η ανησυχία μου, έδωσε τη θέση της σε μια παράξενη ηρεμία. θα σου μιλήσω για αλχημεία και ερεβώδη ερείπια, είπε το φάντασμα. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σχόλια