"Το λαμπύρισμα των βράχων στο μαγικό βουνό" του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου


Προχώρησα αρκετό δρόμο, περισσότερο από ότι υπολόγιζα. Όταν όμως έφτασα η κούραση με άφησε γρήγορα. Αντίκρισα ένα μαγευτικό μοναστήρι. Η φύση γύρω του το αγκάλιαζε, δέντρα και φυτά φουντωτά ψηλά ή χαμηλά του έδιναν μια γοητεία μεθυστικής νιότης όπως όταν η φύση ήταν πιο πλούσια και ο άνθρωπος την δολοφονούσε μόνο με τα πρωτόγονα μέσα που διέθετε. Πέρασα την πόρτα όλα με καλωσόριζαν. Μακριά διέκρινα δύο καλόγερους που έπλεναν ρούχα σε μία σκάφη. Δεξιά μου καπνός ανέβαινε ψηλά και έμπλεκε με την ομίχλη του υψόμετρου, ήταν το μαγειρείο. Έκανα μερικά βήματα προς έναν μεγάλο τοίχο που ήταν γεμάτος αναρριχητικά φυτά και υγρές μεγάλες πέτρες και διέκρινα δύο μάτια από μία σχισμή. Ίσως να ήταν μόνο η φαντασία μου. Έκανα λίγο πίσω και κοίταξα καλύτερα ολόγυρα. Το μοναστήρι με την πράσινη ησυχία μου φάνηκε παλιός γνώριμος που τον συναντούσα ξανά και είχα πολλά να πω μαζί του. Είχαμε έναν ανοιχτό άσπιλο οδηγό επικοινωνίας. Το σώμα αργό να ακολουθήσει την ματιά έμεινε να ακουμπάει στην απόσταση του παρατηρητή που έγινε ξαφνικά δυσκίνητος μπροστά στην μαγεία της φύσης και της ανθρώπινης επινόησης να σέβεται το θείο με την μεγαλοπρέπεια που του αρμόζει.

Δεν ήξερα πόση ώρα έμεινα ακίνητος να κοιτάζω στο πουθενά και παντού. Πρέπει να είχα μείνει αρκετή όταν εμφανίστηκε μπροστά μου ένας καλόγερος, σίγουρα όχι κάποιος από αυτούς που είχα δει ήδη τριγύρω να ασχολούνται με την ρουτίνα τους αδιάφοροι προς την παρουσία μου. Ο καλόγερος ήταν μικροκαμωμένος. Τα πορτοκαλί ράσα του νόμιζε κανείς ότι δεν τα φόραγε αλλά ότι κρεμόντουσαν κάπου, ίσως σε ένα σχοινί. Το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο, το δέρμα γεμάτο ρυτίδες και είχε τα πιο φωτεινά και μεγάλα μάτια που είχα δει σε άνθρωπο. Ήταν σαν δύο μεγάλοι δίσκοι με φως. Είχαν την σπιρτάδα της παιδικής ηλικίας που με την παρατήρηση των χρόνων που περνούν και αντικρίζουν, έδειχναν αγνή σοφία. Με πλησίασε. Ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο φωτεινό πρόσωπό του και μου χάρισε ζεστασιά και γαλήνη. Με χαιρέτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού. Κρατούσε μια απόσταση, έδειχνε ότι μελετούσε την αύρα μου. Ένιωθα το σώμα μου ανάλαφρο, μια παράξενη οικειότητα με άγγιζε και ήταν καλοδεχούμενη. Ήθελα να ρευστοποιήσω τις σκέψεις μου αλλά πρόλαβε και μου μίλησε.

– Γεια σου αγαπημένε επισκέπτη, τιμή μας που ήρθες εδώ θα ήθελα να μάθω το όνομά σου. Η φωνή του ήταν μελωδική.
- Το όνομά μου είναι Tom. Εσείς είστε...
– Νον. Το όνομά μου σημαίνει ήχος από κιθάρα.
– Αλήθεια δεν το έχω ξανακούσει.
– Δεν είναι στην πραγματικότητα κάποια έννοια ή λέξη, νον μου φαίνεται ότι είναι ο ήχος από μία ξεκούρδιστη κιθάρα κάτι σαν δική μου αξιολόγηση, είπε και γέλασε βαθειά.

Γέλασα κι εγώ. Ήμασταν παλιοί γνώριμοι χωρίς να τον είχα δει ποτέ, τουλάχιστον σε αυτή την ζωή. Εύκολα, ξέφυγα από την αμηχανία της στιγμής απέναντι σε έναν άγνωστο γνωστό. Ο καλόγερος τέντωσε το λεπτό σαν ραβδί χέρι του και έδειξε δύο πέτρες μεγάλες σαν πολυθρόνες κάτω από ένα γιγάντιο δέντρο δίπλα σε κόκκινες τριανταφυλλιές.

– Από εδώ ελάτε να καθίσουμε, πρέπει να είστε κουρασμένος από το ταξίδι.
– Ευχαριστώ, είπα και τον ακολούθησα ενώ το μάτι συνέχισε να μην είναι συγκεντρωμένο σε κάτι αλλά να ακολουθάει την φορά του ανέμου οδηγού να διασχίζει την κατεύθυνση των εικόνων.

Καθίσαμε και οι πέτρες ήταν πολύ αναπαυτικές - παραγγελία στον καλύτερο τεχνίτη. Τα λουλούδια χάριζαν μια μεθυστική μυρωδιά και το φως ήταν πιο έντονο σε αυτήν την γωνία παρόλο που το δέντρο μας σκέπαζε. Η γωνία αυτή είχε μια παράξενη δύναμη που πέρναγε σε όλο το σώμα ως βαθειά στα σπλάχνα και το εσώτερο φως.

– H αναζήτηση σε έφερε εδώ και αυτό δεν είναι τυχαίο, είπε. Θα σου πω ότι θέλεις αλλά όχι αυτό που περιμένεις με τον τρόπο που περιμένεις. Τα λόγια του αντηχούσαν μυστήρια αλλά δεν τον διέκοψα. Ποτέ δεν είσαι χλωμός για να μάθεις κάτι, όποιος σου το πει αυτό τρέξε μακριά του. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να υποφέρεις αλλά ο πιο αδυσώπητος είναι η άγνοια. Γι αυτό μην ακολουθείς τον εύκολο δρόμο μόνο και μόνο γιατί πολλοί τον ακολουθούν. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σχόλια