"Το λαμπύρισμα των βράχων στο μαγικό βουνό Μέρος 7ο" του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου


Έξω από την παράγκα της σοφίας, η γιορτή είχε δώσει τη θέση της στην απόλυτη ησυχία, στο ξημέρωμα μιας νέας ημέρας στο μαγικό βουνό. Χωρίς να καταλάβω πως, όλοι όσοι συμμετείχαν είχαν εξαφανιστεί. Κανείς όλο αυτό το διάστημα δεν μας ενόχλησε, κανείς δεν μας έψαξε. Οι φωνές και ο χορός ήταν κοντά μας, τα ακούγαμε, όμως κανείς δεν μας χτύπησε την πόρτα, σαν ένα αόρατο πέπλο σεβασμού, να μας ένωνε και ταυτόχρονα να μας έδινε το χώρο και το χρόνο που ο καθένας χρειαζόταν. Ένιωθα όλος ζωντάνια. Το ίδιο και ο γέρος: η σπιρτάδα στα μάτια του ήταν τόσο έντονη που νόμιζα πως από στιγμή σε στιγμή οι ξύλινοι τοίχοι της παράγκας θα ρουφήξουν την πλεονάζουσα ενέργεια του γέρου και θα ζωντανέψουν. Ήμουν πεινασμένος για μια ακόμη ιστορία.

– Θα σου διαβάσω άλλη μία, είπε σαν να διάβασε την σκέψη μου. Εξάλλου θέλω να κλείσω την τριλογία οπότε ακόμη και να μην ήθελες εγώ θα στην διάβαζα.

Το γέλιο που ακολούθησε τις λέξεις του τράνταξε την παράγκα. Γέλασα κι εγώ το ίδιο εγκάρδια.

– Γιατί οφείλω να μάθω για την τριλογία όπως τη λες;
- Θα σε βοηθήσει αργότερα. Ίσως το νόημα των τριών αυτών ιστοριών, να μην σου είναι ξεκάθαρο ακόμη, αλλά μαζί με ότι υπάρχει εδώ μέσα, πίστεψέ με, είναι το απαραίτητο εφόδιο να συνεχίσεις. Το βουνό είναι σε πολλά σημεία δύσβατο, απότομο, απρόσιτο. Η σπηλιά είναι πολύ επικίνδυνη. Η σοφία είναι το σκοινί που θα σε βοηθήσει να γυρίσεις στην βουνοκορφή.

Κουνούσα το κεφάλι μου ανήμπορος να κατανοήσω. Ο γέρος δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, και ανοίγοντας ένα σκονισμένο βιβλίο άρχισε να διαβάζει:

Την ίδια χρονολογία που ακόμα στο αρχαίο δάσος ζούσαν άνθρωποι, υπήρχε ένας πρίγκηπας γνωστός για τη σκληρότητά του. Το μόνο του ενδιαφέρον ήταν να μαζεύει χρήματα να τα στοιβάζει και να ζητάει περισσότερα. Όταν αποφάσισε να παντρευτεί, βρήκε μια πριγκίπισσα, γνωστή για την αγένεια και την υπεροψία της προς τους ανθρώπους, που θεωρούσε πως ήταν κατώτεροι από εκείνη. Τα επόμενα χρόνια που πέρασαν, το παράξενο ζευγάρι απέκτησε τρία αγόρια. Τα παιδιά τους μεγάλωναν μέσα στη χλιδή και τα πλούτη. Οι υπηρέτες είχαν αναλάβει να τα μεγαλώσουν. Όμως τα παιδιά, μεγαλώνοντας, απέκτησαν τόσο κακούς τρόπους και έγιναν τόσο τεμπέλικα από τις ανέσεις, τις υπηρεσίες και τις υπερβολές, που άρχισαν να χάνουν κάποιες από τις ζωτικής σημασίας ικανότητές τους. Ο ένας γιος ήταν τόσο οκνηρός που δεν ήθελε ούτε καν να βλέπει γύρω του έτσι έγινε τυφλός. Ο μεσαίος γιος δεν περπατούσε ποτέ, πάντοτε ήταν οι υπηρέτες που τον μετέφεραν πάνω σε ένα φαντασμαγορικό θρόνο. Σιγά-σιγά έχασε την ικανότητα να περπατάει κι έμεινε κουτσός. Ο τρίτος γιος ο μικρότερος, είχε τέσσερα δωμάτια γεμάτα ρούχα, αλλά ήταν τόσο τεμπέλης να διαλέξει τι να φορέσει κάθε μέρα, που τρελάθηκε στο τέλος και τριγυρνούσε παντού γυμνός.

Οι τρεις γιοι κόντευαν να πεθάνουν από πλήξη. Θέλησαν μετά από χρόνια να φύγουν από το παλάτι, γιατί δεν άντεχαν άλλο την σκοτεινιασμένη ρουτίνα της άνεσης. Κάπου από κάποιον υπηρέτη άκουσαν για ένα αρχαίο δάσος, και αποφάσισαν να πάνε να το βρουν.

Όταν βγήκαν από το παλάτι, διαπίστωσαν ότι το αρχαίο δάσος, ήταν πολύ κοντά, ακριβώς απέναντι από το παλάτι, λίγα λεπτά δρόμος.

– Σας το έλεγα, πως άνοιγα το παράθυρο κάθε μέρα και έβλεπα αυτό το δάσος, είπε ο τυφλός.
– Σας το έλεγα, πως κάθε μέρα έκανα έναν ωραίο περίπατο, σε ένα ωραίο δροσερό δάσος είπε ο κουτσός.
– Σας το έλεγα πως το δάσος είναι το καλύτερο μέρος για να φτιάξεις ωραία και ακριβά ρούχα, είπε ο γυμνός.

Οι τρεις τους προχώρησαν προς την καρδιά του δάσους και αντίκρισαν ένα παράξενο θέαμα. Μερικοί άνθρωποι ήταν μαζεμένοι σε ένα ξέφωτο. Πίσω ήταν το χωριό τους και σε αρκετά μέτρα απόσταση ήταν ένα ποτάμι. Οι άνθρωποι του χωριού έπαιζαν ένα παιχνίδι. Ο καθένας είχε έναν αριθμό, και μια γυναίκα κρατούσε, ένα πήλινο δοχείο. Ο γηραιότερος από τους χωριάτες, έβαλε το χέρι του στο κιούπι και διάλεξε πέντε αριθμούς. Τότε αυτοί που είχαν τους αντίστοιχους αριθμούς πήραν από έναν πάσσαλο και τον τοποθέτησαν ανάμεσα στο χωριό και το ποτάμι, σε όποιο σημείο ο καθένας ήθελε. Τρεις ακόμη, οι γηραιότεροι, χωρίς κλήρωση έβαλαν ο καθένας τον πάσαλό του. Οι πιο νέοι, βοήθησαν και τους οχτώ να καρφώσουν τους πασσάλους σταθερά στο έδαφος. Έπειτα έβαλαν από μια σημαία, με το όνομα του καθενός σε κάθε πάσσαλο που διάλεξε. Όταν έγινε και αυτό, όλοι τράβηξαν για το χωριό μέσα σε τραγούδια και χαρές.

Οι τρεις μικροί πρίγκιπες, κοιτούσαν αποσβολωμένοι Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά σκέφτηκαν. Τότε αποφάσισαν να δράσουν. Ο τυφλός τράβηξε το πιστόλι του και πυροβόλησε έναν πάσσαλο. Ο κουτσός περπάτησε για να τον μαζέψει και ο γυμνός τον έβαλε στην τσέπη του. Σχεδόν αμέσως, ο ουρανός μάζεψε τα ζωγραφισμένα του σκοτεινά σύννεφα, τα συγκέντρωσε από όλες τις άκρες του ορίζοντα. Τα σύννεφα έδειχναν να ξύνουν τις κορυφές των ψηλότερων δέντρων του αρχαίου δάσους. Ο αέρας ήταν τόσο αρωματισμένος από τη βροχή που ερχόταν, που κάποιος θα μπορούσε να μεθύσει πριν καν πέσουν οι πρώτες σταγόνες.

Η βροχή έφτασε και ήταν σαν λίμνη που έπεφτε στα κεφάλια τους. Το ποτάμι άρχισε να φουσκώνει. Οι τρεις πρίγκιπες πανικοβλήθηκαν Τα νερά του ποταμού έφτασαν στα πόδια τους. Ο δρόμος προς το παλάτι είχε ήδη κλείσει από ερμητικά νερά. Έτσι έπρεπε να βρούνε το χωριό.

- Θα κοιτάξω εγώ για τον συντομότερο δρόμο προς το χωριό, είπε ο τυφλός.
- Εγώ θα σας δώσω κάποια από τα ρούχα μου, για να μη βραχείτε, είπε ο γυμνός.
- Εντάξει ακολουθήστε με, είπε ο κουτσός.

Για καλή τους τύχη, ένας νεαρός χωριάτης, βρήκε και τους τρεις να τρεμουλιάζουν από την υγρασία και καθώς ήταν και οι τρεις ανήμποροι να μετακινηθούν τους έδειξε το δρόμο προς το χωριό.

Όταν έφτασαν, όλοι τους υποδέχτηκαν εγκάρδια. Ο γηραιότερος του χωριού, ο αρχηγός τους, εξήγησε στους τρεις πρίγκιπες την ιστορία με τους πασσάλους:

- Κάθε χρονιά, γιορτάζουμε με αυτό τον τρόπο, την έναρξη των βροχών. Όποιος κληρώνεται, μπορεί να προβλέψει τοποθετώντας τον πάσσαλό του, που θα φτάσει το ποτάμι όταν φουσκώσει. Μην ανησυχείτε εδώ είστε ασφαλής. Το ποτάμι δεν έπνιξε ποτέ το χωριό μας.

Έπειτα οδήγησαν τους τρεις πρίγκιπες σε μια καλύβα. Εκεί θα περνούσαν το υπόλοιπο της νύχτας. Όταν κοιμήθηκαν (κι έκαναν τον καλύτερο ύπνο της ζωής τους παρόλο που η καλύβα δεν είχε καμία από τις ανέσεις που είχαν συνηθίσει) το αρχαίο δάσος διαπέρασε τα όνειρά τους. Τους έδειξε ένα άλλο ποτάμι, το ποτάμι που τρέχει στον καθένα από εμάς, άσχετο από πού ερχόμαστε ή ποια είναι η θέση του καθενός. Είναι το ποτάμι της ψυχής, της αγνής ουσίας, της ωκεάνιας συνείδησης, της ύλης που ο καθένας από εμάς είναι.

Όταν οι τρεις πρίγκιπες άφησαν τη σχισμή μέσα τους να μεγαλώσει, όταν άφησαν το ποτάμι να τρέξει, θεραπεύθηκαν. Ο τυφλός βρήκε το φως του, ο κουτσός περπάτησε ξανά, και ο γυμνός φόρεσε τη στολή του ευτυχισμένου. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σχόλια