"Το λαμπύρισμα των βράχων στο μαγικό βουνό Μέρος 8ο" του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου


O γέρος τελείωσε την ιστορία και άνοιξε ένα συρτάρι πίσω του. Έβγαλε από μέσα έναν μικρό παράξενο κύβο. Στην μία του πλευρά ο κύβος είχε έναν μικρό χάρτη.

– Εδώ είναι ένα μικρό σχέδιο που θα σε βοηθήσει να βρεις το αρχαίο δάσος. Έπειτα είναι η σπηλιά. Εκεί χρειάζεσαι να βγάλεις τη δύναμη από μέσα σου. Η σπηλιά είναι τρομερό κομμάτι της ζωής σου ίσως να είναι και ο τελευταίος σταθμός της ζωής σου, αν δεν προσέξεις. Τα λόγια του ήχησαν απειλητικά στα αυτιά μου. Το κατάλαβε και χαμογέλασε. Όχι, μην φοβάσαι και μην το σκέφτεσαι. Να παλέψεις με όλες σου τις δυνάμεις για να μην πατήσεις την παγίδα της σκλαβιάς στη σπηλιά. Κανείς, παρά μόνο ο εαυτό σου, δεν μπορεί να σε βοηθήσει, αν δεν περάσεις την υγρασία της σπηλιάς, το σκοτάδι της, τα παράξενα πλάσματα που θα βρεις εκεί, το πεπρωμένο που σου επιφυλάσσουν. Το χειρότερο πολλές φορές δεν υφίσταται, αν δεν χαμογελάς στη μοίρα σου, είναι επειδή δεν κατάλαβες το αστείο. Ο γέρος γέλασε, ήταν εκείνο το γέλιο του ανθρώπου που γνωρίζει, και που ότι και να συμβεί, από εδώ και πέρα, είναι ο εαυτός του που ξέρει τα αποτυπώματα που έχουν χαραχτεί, σαν τον χάρτη πάνω στον κύβο. Οι δαίμονες που θα σε κυνηγήσουν, μπορεί να γίνουν οι σύμμαχοι σου, αν τους χρησιμοποιήσεις, με το σωστό τρόπο. Θα σου ξαναπώ ότι, κανείς παρά μόνο ο ίδιος εσύ, δεν μπορεί να σε προστατέψει από τον πνευματικό θάνατο που θα συναντήσεις στη σπηλιά.

Πνευματικός θάνατος, η γλυκιά απαλή φωνή του γέρου αντήχησε ξανά μέσα στο κεφάλι μου. Στο χέρι κρατούσα τον μικρό κύβο. Άπλωσα το χέρι μου σαν να ήθελα να του θυμίσω, να μου πει κάτι για εκείνο το μικρό παράξενο παιχνίδι με το χάρτη ζωγραφισμένο στην μία του πλευρά. Είχε ένα παράξενο πορφυρό χρώμα και καθώς τέντωσα το χέρι μου είδα τις αποχρώσεις του να παίζουν με τον απαλό φωτισμό της καλύβας, και το φως που έριχναν τα μάτια μας στο χώρο.

- Αυτός ο κύβος δεν είναι κάτι άλλο, παρά μόνο ένα προστατευτικό ισχυρό υλικό, ικανό να προστατέψει ένα μικρό χαρτί που έχει μέσα, και που θα σε βοηθήσει να αποδράσεις από τη σπηλιά, όταν ο κίνδυνος θα είναι υπαρκτός και μεγάλος. Τότε θα μπορέσεις με ένα απλό άγγιγμα, να τον ανοίξεις και να ακολουθήσεις το περιεχόμενο. Μόνο όμως όταν θα είσαι έτοιμος να το κάνεις, μόνο τότε ο κύβος αυτόματα μπορεί να ανοίξει. Δεν είναι μια εύκολη λύση που θα σε κάνει να τρέξεις, μακριά, να διστάσεις, ή να αποφύγεις καταστάσεις. Τα μαθήματα της σπηλιάς θα πρέπει, όπως σου είπα ήδη, να τα ακολουθήσεις και μετά οι επιλογές σου ας είναι σύμφωνα με το ένστικτό σου, σύμφωνα με τις μικρές ή μεγάλες δονήσεις που θα σου στέλνει η ωκεάνια συνείδηση. Άλλοι άνθρωποι έχουν ξεχάσει το πρωταρχικό υλικό, η μπαταρία που τους φορτίζει, έχει χαθεί κάτω από τόνους λάσπης. Στο ξαναλέω, μη φοβηθείς, ο φόβος είναι το άλλοθι για να επιλέξεις να κρατηθείς στη σπηλιά. Όμως για να τον νικήσεις, δεν υπάρχει ο δρόμος της θέλησης, η θέληση είναι ο μόνος δρόμος. Η μη προσπάθεια ας είναι η αρχή σου, για να κουβαλήσεις το μαγικό βουνό στις πλάτες σου και το βουνό να σε κουβαλήσει όπως κάνει τώρα. Ξέρω ότι θυμάσαι εκείνο το μοναστήρι που συνάντησες στην αρχή του ταξιδιού. Πριν το μοναστήρι ήταν η γέννηση σου. Ίσως η ανάμνηση έχει ξεθωριάσει όμως ήρθες σε αυτόν τον κόσμο στην κορυφή του βουνού, και σκοπός του ταξιδιού σου είναι να ξαναβρεθείς στην κορυφή. Εκεί η ψυχή σου είναι καθάρια και γαλήνια σαν τον άνεμο που δεν θέλει κάτι από εσένα. Εκεί, μπορεί και να γυρίσεις αν είσαι εκείνος που θα επιλέξει να το κάνει. Γιατί υπάρχουν δύο τρόποι, ή να γεννηθείς κατευθείαν από το υπέρτατο φως, ή να παλέψεις με το υγρό σκοτάδι της σπηλιάς, να νικήσεις και να γίνει το θαύμα, που θέλεις και που δεν είναι καθόλου θαύμα. Είναι η ίδια σου η ζωή. Να μαθαίνεις, να μαθαίνεις τα πάντα, να χορεύεις με την επίγνωση των πραγμάτων. Η δυνατότερη ελπίδα, είναι εκείνη η στιγμή που ξέρεις ότι έχεις μόνο μια αποστολή να περάσεις, και είναι η αποστολή να πνίξεις τους φόβους σου, και να προχωρήσεις μπροστά. Η κορυφή του βουνού σε περιμένει. Όταν νιώσεις τις καταστάσεις να σε πνίγουν να θυμάσαι ότι η κατάσταση αυτή είναι προβολή του μυαλού σου. Η αλήθεια είναι, πως εσύ όπως και όλοι μας, κάθε άτομο και κάθε βράχος που λαμπυρίζει απέναντι στο βουνό, κάθε γαλαξίας, κινείται προς τον ωκεανό που λέγεται θεός. Οι σπόροι δεν είναι κακοί, δεν μπορεί να είναι κακοί, στην βαθιά καρδιά του καθενός. Ο αριστοκράτης και ο αμαρτωλός, θα αντικρίσουν το φιτίλι του κεριού με διαφορετικά μάτια, όμως το φιτίλι είναι εκεί και για τους δύο και μπορούν να το αγγίξουν να το μυρίσουν και να το ακολουθήσουν, έχοντας το μικρό κομμάτι εκείνο το μικρό κομμάτι βαθιά μέσα στην καρδιά τους να τους πει πως η στιγμιαία αγνή αγάπη, είναι η καρδιά του καθενός.

Κοίταζα τον γέρο με πυρωμένα μάτια, κοίταζα τον κύβο και την ιδρωμένη παλάμη μου να κρατάει το μικρό παιχνίδι, ήξερα ότι οι λέξεις του γέρου ήταν δικές μου για πάντα, μπορούσα να τις ακούσω, από εδώ και πέρα, όποτε θα ήθελα. Η νύχτα στην καλύβα ήταν δική μου, ήξερα ότι μπορούσα να την κρατήσω στην ζεστή αγκαλιά μου, αργότερα στην κρύα υγρή σπηλιά.

- Ναι, να τα κρατήσεις όλα αυτά, είπε ο γέρος. Να θυμάσαι ότι η εικόνα που βλέπεις είναι η προβολή του μυαλού σου. Για να γυρίσεις στην πραγματικότητα, να κλείνεις τα μάτια σου. Ο κόσμος είναι όλος εκεί, μέσα στα κλειστά σου μάτια. Τα μηνύματα δεν χρειάζονται να τα εκβιάζεις, έρχονται μόνα τους. Τα μάτια, σου τα έδωσε το χρυσό φως, για να σε βοηθήσουν να επιβιώσεις, όταν τα κλείνεις και χωθείς βαθιά σε εκείνο το σκοτάδι, το σκοτάδι θα καθαρίσει μπροστά σου θα απλωθεί ο πραγματικός κόσμος, θα περάσεις εκείνο το στάδιο και η ζωή θα υπάρχει στην καθάρια μορφή της, από εκεί και πέρα. Στις δύσκολες στιγμές, η δυσκολία είναι πλασματική. Κλείσε τα μάτια σου και νιώσε. Κλείσε τα μάτια σου και θα βλέπεις, τα φωτεινά βράχια που άφησες στην κορυφή, να σε περιμένουν με γαλήνια υπομονή.

Πήρε μερικές βαθιές ανάσες, και συνέχισε να μιλάει, με φωνή στεντόρεια, καθαρή, σαν το νερό με άφθονη και σφοδρή ροή, βαθιά στους καταρράκτες της ψυχής.

- Ποτέ άλλοτε η ζωή δεν είχε ξεφτίσει τόσο. Ποτέ άλλοτε η ψυχή δεν έχει γνωρίσει τέτοια φθορά και μαζί της φθείρεται ο άνθρωπος και μαζί του φθείρεται η ύλη. Και μαζί με την ύλη που έγινε το ανώτερο αγαθό ενώ ήταν το κατώτερο, ο άνθρωπος γίνεται λιγότερο από τίποτα, κυνηγάει το τίποτα, προχωράει και μένει στο ίδιο σημείο και δεν βλέπει το μεγαλείο μέσα του. Έχουμε τη θράκα, έχουμε τη φωτιά, έχουμε την τσιμπίδα και εμείς βγάζουμε τα κάστανα με τα χέρια. Καθόμαστε να κάψουμε τα χέρια μας, γκρεμίζουμε τα τείχη χτίζοντας άλλα ψηλότερα. Κάποτε ο άνθρωπος ζούσε στη χρυσή εποχή. Όλα ήταν τέλεια, ζούσε μέσα σε έναν τεράστιο κήπο με όλες τις ομορφιές του κόσμου. Ο ένας αγαπούσε τον άλλον και νοιάζονταν για τον άλλον. Δεν υπήρχε μιζέρια και κακοήθεια, μόνο ευτυχία. Το χαμόγελο σήμαινε καλημέρα, σήμαινε οτιδήποτε, δεν χρειάζονταν πολλά λόγια. Έπειτα πέρασε στην ασημένια εποχή. Ήταν τότε που άρχισε να οριοθετεί τον κήπο. Άρχισε να μπαίνει η ιδιοκτησία, και οι άνθρωποι ήταν μεν αγαπημένοι αλλά άρχιζαν τις διεκδικήσεις μεταξύ τους και αυτό τους οδήγησε σε έναν μικρό μαρασμό. Άρχισαν τα πρώτα σύννεφα της πτώσης της ψυχής. Μετά την ασημένια εποχή, και αφού τα σύνορα όσο πήγαιναν και πλήθαιναν και οι άνθρωποι άρχισαν να μεταμορφώνονται σε δίποδα που καλλιεργούσαν την πλεονεξία τους, η αγάπη δεν σβήστηκε τελείως, αλλά άρχισαν τα σκοτάδια να βαραίνουν τις πλάτες του κήπου που τώρα δεν χωρίζονταν από δέντρα και ποτάμια αλλά από ανθρώπινη ματαιοδοξία. Ήταν η χάλκινη εποχή. Βαρύ φορτίο το πάθος, το πάθος για το κακό που έχει ο άνθρωπος. Και δεν μπορεί να το ξεπεράσει από μόνος του. Έτσι όταν το βάρος έγινε δυσβάσταχτο και αφού ακόμη υπήρχαν κάποιες φωτεινές ψυχές, ο άνθρωπος ίδρυσε τις θρησκείες. Βάση των λόγων εκείνων των λίγων φωτισμένων ψυχών. Αλλά έχασαν οριστικά το δρόμο για την αιώνια πηγή, αφού η πλεονεξία και η κακία, δεν τους άφησε να ερμηνεύσουν εκείνους τους φωτισμένους ανθρώπους όπως θα έπρεπε. Τους χρησιμοποίησαν για να φτιάξουν μεγαλύτερα σύνορα, να κάνουν τα πράγματα πιο πολύπλοκα, να φορτώσουν τις κοινωνίες τους περισσότερη σκόνη. Η ανθρώπινη πνευματική δυσωδία πέρασε στη δημιουργία μιας νέας εποχής που διανύουμε σήμερα, την εποχή του σιδήρου. Ενώ αρχικά οι τελευταίες φωτισμένες ψυχές, έφτιαξαν μερικά κλαδιά που ξεκίναγαν με χρυσάφι, γρήγορα στο ίδιο κλαδί, το χρυσάφι γίνονταν ασήμι, έπειτα χαλκός και κατέληγε σε ένα άσχημο σίδερο. Ότι γίνεται στους αιώνες επαναλαμβάνεται στη στιγμή, σε κάθε μικρό ή μεγάλο σχέδιο. Γιατί η ψυχή εκφυλίστηκε χωρίς γυρισμό, και θα ανυψωθεί μόνο αν αυτό το συνονθύλευμα που λέγεται ανθρωπότητα επιτέλους αλλάξει ρότα.

Αφού είπε και αυτά τα λόγια ο γέρος άπλωσε το χέρι του στο μέτωπό μου. Μια θερμή δόνηση πέρασε από το κεφάλι στο υπόλοιπο σώμα, σαν να ήθελε να αποτυπώσει καλύτερα ότι μου είπε μέχρι τώρα.

– Δεν είμαι τίποτα, είπε σπάζοντας τη μικρή σιωπή που είχε απλωθεί με την δόνηση του χεριού του, δεν είμαι αυτός που θα σε οδηγήσει. Ας σε οδηγεί ο εαυτό σου, μόνο ο εαυτός σου. Τώρα πήγαινε. Θα με συναντήσεις ξανά. Αυτό είναι σίγουρο. Θα είμαι εγώ αλλά δεν θα είμαι ο ίδιος. Με αυτά τα παράξενα λόγια, ολοκλήρωσε τη διδασκαλία του. Άνοιξα την πόρτα, και βγήκα στην πρωινή δροσιά, στην μεγάλη περιπέτεια στο μαγικό βουνό. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σχόλια