"Το λαμπύρισμα των βράχων στο μαγικό βουνό Μέρος 16ο" του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου


Ήθελα να αποδράσω, το συντομότερο. Πώς όμως θα έβγαινα από εκεί μέσα; Όχι μόνο είχα τραβήξει την προσοχή τους, ήταν σαν να τους προκαλούσα να με ρίξουν πάλι στον πλαστικό τους κόσμο. Σκέφτηκα (δεν ήταν ακριβώς σκέψη αλλά πολλές εικόνες που ερχόντουσαν και έφευγαν, με τις επιλογές που είχα - και αυτές όχι ξεκάθαρες) πώς να βρω έναν τρόπο να τους χρησιμοποιήσω, να με οδηγήσουν προς τα έξω. Όμως ήταν και οι τρεις αποφασισμένοι να με τιμωρήσουν, ο γιατρός πλησίαζε με την ένεση και οι άλλοι δύο με τα όπλα. Υπό φυσιολογικές συνθήκες το σχέδιο της απόδρασης ίσως να μου έπαιρνε βδομάδες ή μήνες, αλλά τώρα δεν υπήρχε χρόνος παρά ελάχιστα λεπτά. "Και αν τα καταφέρεις...", "τα μέτρα που θα πάρουν θα είναι άμεσα...", "θα κοιτάξουν γρήγορα να σε φέρουν πίσω..." το μυαλό έτρεχε και πηδούσε σαν χορευτής.

Το φάντασμα; Που να ήταν τώρα; "Με εγκατέλειψες στα δύσκολα..." πριν ολοκληρώσω τη σκέψη, είδα το φάντασμα, να κρέμεται από το ταβάνι. Γελούσε τόσο δυνατά που νόμιζα πως οι τοίχοι θα γκρεμιστούν από τη δύναμη του γέλιου του, τα παράθυρα έτριζαν, έτοιμα να σπάσουν και τότε είδα από έξω, ανθρώπους να τρέχουν αφηνιασμένοι και να πετάνε ξύλα πέτρες και ότι άλλο κρατούσαν, προς το μέρος μας. Όσο το κτίσμα κρατούσε, κοίταξα τους τρεις. Είχαν παγώσει. Ήταν παράξενο, όμως έδειχναν ανίκανοι να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη των όπλων τους, για να αλλάξουν τη ροή. Κοίταζα μία το παράθυρο και μία τον τρόμο τους. Τότε έτριψα τον κύβο.

Οι τρεις τους τρελάθηκαν. Έτρεχαν γύρω-γύρω στο δωμάτιο, χτυπώντας τους τοίχους. Τα κεφάλια τους έπεφταν με δύναμη πάνω στα έπιπλα, τα κάδρα και τις οθόνες . Η απόγνωση τους είχε κυριεύσει. Το φάντασμα γελούσε σαν δαίμονας, ένα εκκωφαντικό γέλιο που απλώνονταν και το δωμάτιο ήταν μικρό για να χωρέσει εκείνο τον ήχο, και ήταν τόσο δύσκολο να το αντέξεις, σε οδηγούσε στην τρέλα.

Ύστερα, το παράθυρο έσπασε, άνθρωποι όρμηξαν μέσα και χωρίς να δω τι συνέβη στους τρεις, (αν τους λιντσάρανε ή τους άφησαν παγωμένους στον τρόμο τους) με τον ήχο από το γέλιο του φαντάσματος να ανακατεύεται με τις φωνές του πλήθους, σαν να με σπρώχνουν, βρέθηκα,(δεν ξέρω πως) έξω, μακριά από αυτούς που με παγίδεψαν.

Τους προσπέρασα, τρέχοντας, είχε ήδη τελειώσει για μένα η ζωή με τις ψεύτικες λέξεις. Εκεί στο δρόμο, ανάμεσα σε σοκαρισμένους ανθρώπους που έτρεχαν να σωθούν χωρίς να ξέρουν από τι, συνάντησα το χάος. Ένας παροξυσμός θυμού, ανάμεσα σε χαλάσματα, όλμους που στρίγκλιζαν σε ένα σκοτεινό σφυροκόπημα και σκόρπιζαν έναν τρομακτικό ήχο, και μια μυρωδιά που χτυπούσε στα ρουθούνια και έδενε κόμπο το στομάχι: τα πάντα καιγόντουσαν, ερείπια, λάσπη και ανθρώπινη σάρκα. Ήταν ένα χάος αισθημάτων και πόνου, νοητικής και σωματικής οδύνης. Ήταν το ξέσπασμα, αυτών που κοιμόντουσαν και που δεν άντεχαν πια, αυτό το μούδιασμα που το ονόμασαν ζωή. Κάποιοι έτρεχαν κλαίγοντας, είδα κάποιους με δάκρυα στα μάτια να γελούν μέσα στην τρέλα τους, είδα άλλους με φλόγες στα μαλλιά και στα ρούχα τους να τρέχουν και ο φόβος κρατούσε ένα δρεπάνι πάνω από τα κεφάλια τους. Ήταν ένα ξέσπασμα, αλλά ήταν πρώτα λύπη και μετά επανάσταση. Πίσω από τα θαμπωμένα μάτια της λύπης, έβλεπα καθαρά πως όλη αυτή η ενέργεια, σπατάλη στο βωμό της πολεμικής παράνοιας, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε κάτι άλλο, όχι στο θάνατο και την καταστροφή. Όλοι αυτοί ξεσπούσαν για τη ζωή που χάθηκε, με το να εξαφανίζουν περισσότερη ζωή. Η βία δεν είναι το φάρμακο για την απόγνωση. Το μίσος γεννάει πιότερο μίσος.

Υπάρχουν σκουριασμένα, μισοθαμμένα αντικείμενα στο έδαφος της ζωής, και οι άνθρωποι γυρνάνε σε αυτά τα πράγματα για να τα σπρώξουν ακόμη πιο βαθιά, με κίνδυνο να κοπούν. Και ο άνθρωπος νομίζει πως ο θεός παραμένει αδρανής, γιατί βολεύεται στην ιδέα πως κάποιος του επιβάλλει κάτι. Όμως κανείς δεν επιβάλλει τίποτα, όλα είναι θέμα επιλογών. Το παρελθόν είναι ένας δρομέας που αιχμαλωτίζεται, ζυγίζεται και αργότερα, ελευθερώνεται. Όμως ο άνθρωπος, άφησε πολύ καιρό να περάσει, χωρίς να γνωρίζει τη χρησιμότητα της ζυγαριάς. Το παρελθόν παρέμεινε ένας επτασφράγιστος φάκελος, πεταμένος στον κλίβανο της αγνωσίας.

Έτριψα τον κύβο ξανά. Η λάμψη του ήταν εκτυφλωτική. Ωστόσο, κανείς άλλος δεν την έβλεπε. Είχα κρατήσει τον κήπο, βαθιά μέσα μου ζωντανό, και η λάμψη αντανακλούσε πίσω από τα μάτια. Εκεί, ανάμεσα στα χαλάσματα και την καταστροφή, είδα έναν δρόμο, να φωτίζει περισσότερο. Αποφάσισα να τον ακολουθήσω. Ακόμη και στον ύπνο, ένα κομμάτι του εαυτού γνωρίζει την αλήθεια και μπορεί να γελάσει ή να κλάψει για αυτή. Τώρα, δεν ήταν ύπνος και δεν ήθελα τίποτα παρά να περπατήσω, για να φύγω από την διαμάχη της σπηλιάς πολιτείας. Η εικόνα του δρόμου έδειχνε απόμακρη και περπατώντας, ένιωσα ελαφρύς. Η μυρωδιά του πολέμου, αραίωνε. Ο χρόνος στο ρολόι του σύμπαντος, είχε παγώσει.

Βρισκόμουν, σε μια μεγάλη διασταύρωση. Τότε διαπίστωσα, πως πολλοί άνθρωποι στεκόντουσαν εκεί, σιωπηλοί. Καμία διαμάχη, κανείς δεν φώναζε, κανείς δεν κρατούσε όπλο, κανείς δεν ήθελε να παλέψει με το τέρας του μίσους. Τρεις άνθρωποι με πλησίασαν, ο ένας ήταν τυφλός, ο άλλος κουτσός, και ο τρίτος γυμνός. Χαμογελώντας χρυσάφι μου είπαν: η οικογένεια όπως την ήξερες στην ιστορία, δεν υπάρχει. Τώρα όλοι είμαστε αδέλφια.

Κανείς δεν έβλεπε, το φως στο πρόσωπό μου, κανείς δεν με ρώτησε τι συμβαίνει και που πηγαίνω. Μόνος, στον δρόμο. Ίσως προς την έξοδο της σπηλιάς ίσως για κάπου αλλού. Οι θύρες ήταν ξεκλείδωτες. Μικρά στρογγυλά φώτα, κρεμόντουσαν στον ουρανό, και χανόντουσαν σε σπειροειδή τροχιά, όχι σε ένα σημείο, αλλά στο άπειρο πλήθος με σειρά ή σε πλήρη αταξία, ανάλογα με το πώς τα έβλεπε η στιγμή της ευφυίας που κινείται. Χωρίς σύγχυση ή αμηχανία. Σε μια στιγμή, δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά ηρεμία. Καμία μυρωδιά πολέμου, κανένας τρομακτικός ήχος.

Οι άνθρωποι καθόντουσαν σε βαθιά γαλήνη. Ένας γέρος διέκοψε για λίγο την ησυχία του και με πλησίασε. Ήταν ο γερο-Λάζαρος. Έδειχνε ουράνια χαρούμενος και είπε:
- Συνταξιδιώτη, νιώθω ευτυχισμένος. Η θρησκεία όπως την ήξερες στην ιστορία, δεν υπάρχει, γκρεμίστηκε. Κανείς δεν θα σου δώσει πια έτοιμο το δρόμο προς την ευτυχία, η ευτυχία είναι ο μόνος δρόμος.

Τα δέντρα ήταν μόνο κινούμενα σχήματα κάτω από το συννεφιασμένο σκέπαστρο. Περπατούσα και ο ήχος από τα βήματα με οδηγούσε, ήταν πιο πολύ αίσθηση του εδάφους παρά ήχος. Ποτέ πριν δεν είχα αισθανθεί τη δύναμη της φύσης τόσο καθαρά να έχει συγχωνευτεί σφιχτά τριγύρω. Ήταν ένας κατακλυσμός ζωής, ένας ζωντανός ήχος, μια μεγάλη μουσική, όλες οι επιλογές μαζί, συνυφασμένες με τη δύναμη της ωκεάνιας συνείδησης. Το έδαφος με στήριζε σε μια ηδονική ταλάντευση, ακολουθούσα την ανάφλεξη ενός τεράστιου σπινθήρα. Ήμουν ήσυχος, κάτι πετούσε προς τα πάνω, και την ίδια στιγμή κάτι σερνόταν στο έδαφος. Ήμουν ήσυχος σαν φτερούγισμα ανάμεσα στους βράχους ενός θαυμαστού κόσμου. Ήμουν ήσυχος και απόμακρος από κάθε είδους φόβου, στην σκοτεινή πλευρά πάνω στο βουνό. Ένα ασταμάτητο ποτάμι ανέμου, έδιωξε και την τελευταία αδύναμη ομίχλη. Τα σύννεφα κεντούσαν τον ουρανό, ο άνεμος έτρεχε και τα αστέρια άπλωναν το φως τους παρέα με τον ήλιο. Οι σκέψεις μου είχαν λιώσει σε μια άναρθρη προσευχή, και κάτι μέσα μου έπαιρνε σχήμα και βάθος. Και την ίδια στιγμή έδειχνα να είμαι ο ίδιος, ένα όνειρο. Δύο γέροι με πλησίασαν, ήταν τυφλοί. Τα πρόσωπά τους έδειχναν την απόλυτη ευδαιμονία: τα σύνορα έπεσαν, είπαν ταυτόχρονα, δεν υπάρχουν πατρίδες όπως ήξερες από την ιστορία, παρά μόνο μία, για όλους.

Γυρνώντας από βράχο σε βράχο, στη μεγάλη διασταύρωση, τίποτα δεν αλλάζει και όλα μπορούν να αλλάξουν. Κρύβοντας ένα τελευταίο ίχνος νευρικότητας κάτω από ένα πέπλο ηρεμίας, γυρνάω σαν σκυλί γεμάτο ψύλλους, και δεν σταματώ να ξύνομαι. Ζώντας τη στιγμή, μοιράζοντας το μυαλό με τα δαιμόνια. Το φάντασμα, πέρασε από μπροστά μου και άρπαξε τον κύβο από τα χέρια μου. Χαμογέλασε, κι εγώ το ίδιο. Έπειτα, δεν χρειάστηκε να σκεφτώ, για πολύ χρόνο. Ήταν η απόφαση, που έρχεται από μόνη της, το άγγιγμα της στιγμής. Έτρεξα προς την κορυφή, διώχνοντας τη μονόχρωμη σκόνη του μυαλού μου, ανοίγοντας την ψυχή στη χρωματικότητα της αβύσσου. To μαγικό βουνό δεν είναι σκληρό μαζί μου. Αν πίστεψα πως η μοίρα έπαιζε σκληρά παιχνίδια, ήταν επειδή δεν κατάλαβα το αστείο. ΤΕΛΟΣ

Σχόλια