"ΣΗΜΕΡΑ ΥΠΕΡΟΠΤΗΣ, ΑΥΡΙΟ ΤΙΠΟΤΑ" του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου


Μπορούσε να δώσει κάτι παραπάνω. Δούλευε σκληρά και ήξερε τον εαυτό του, θα μπορούσε να κάτσει περισσότερες ώρες στο γραφείο και να αποδώσει καλύτερα. Χαλάρωσε τη γραβάτα και έβγαλε το πουκάμισο μέσα από το παντελόνι, το άφησε να πέσει γύρω από τα πόδια του σαν τραπεζομάντιλο. Στα αυτιά του αντηχούσαν ακόμη τα χειροκροτήματα. Tο ακροατήριο είχε σηκωθεί όρθιο και τον αποθέωνε. Το κοινό στο Σινσινάτι ήταν πιο θερμό. Θα μπορούσε να κοιτάξει καλύτερα το κείμενο και να το διορθώσει. Είδε κάποιους να χασμουριούνται και μετά να ανοίγουν τα μάτια τους. Αυτοί χειροκρότησαν μάλλον από ανακούφιση που τελείωσε η ομιλία περί πνευματικής αναζήτησης στα βάθη του Αμαζόνιου, παρά για οτιδήποτε άλλο. Το αστείο είναι πως ο ίδιος δεν είχε πάει ποτέ στον Αμαζόνιο. Είχε διαβάσει πολλά βιβλία, είχε κάνει πολλές διατριβές, (βασικά αντιγραφές μέσω ίντερνετ) και είχε αναπτύξει την αίσθηση πως είναι ο καλύτερος στα θέματα που σχετίζονται με την πνευματική αναζήτηση νομαδικών φυλών. Ο ίδιος ήταν ένα ακαδημαϊκό δημιούργημα. Ένας αναζητητής των ερευνητικών κέντρων και των τεσσάρων τοίχων. Τώρα δεν καταλάβαινε που διασταυρώνονταν η ματαιοδοξία του και η πραγματική πίεση που ένιωθε όταν μιλούσε, δεν ήξερε αν είναι καλό να συνεχίσει, δεν ήξερε αν πρέπει να αλλάξει θέμα. Γιατί όμως; Κάθε λίγο, τον καλούν σε πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, και σε άλλα περίεργα μέρη ως ειδήμονα. Είναι κάτι σαν γκουρού με κοστούμι και χαρτοφύλακα και όλοι κρέμονται από τα χείλη του. Θα έπρεπε να νιώθει μεγαλύτερη ικανοποίηση από όλα αυτά. Δεν θα έλεγε ότι η ρουτίνα τον έτρωγε, ο ίδιος ζει και αναπνέει για τη ρουτίνα, δεν μπορεί να συγχωρέσει τον εαυτό του αν δεν δουλεύει μέχρι τελικής πτώσης. Ναι, η ομιλία δεν ήταν καλή, αν και οι ακροατές την εκτίμησαν. Σκατά, ένιωθε το θυμό να ανεβαίνει στο πρόσωπό του και έψαξε να τον πνίξει. Τα είχε με τον ίδιο, με το σύστημα και με τους ανόητους που δεν καταλαβαίνουν τι τους λέει, βαριούνται και το ρίχνουν στον ύπνο. Μπροστά του εμφανίστηκε ένα μυθικό πλάσμα. Έβλεπε τον ίδιο να ρίχνεται σε έναν αγώνα αφύπνισης των ανόητων. Καθότανε σε έναν θρόνο φορούσε χλαμύδα και ένα επίχρυσο στέμμα και μιλούσε όταν και όπως εκείνος ήθελε. Αυτοί που τον παρακολουθούσαν ήταν υποχρεωμένοι να καταλάβουν. Αν δεν μπορούσαν, τους έκαιγε με κάτι που έβγαζε από τα νύχια του, ακτίνες ηλίου και κεραυνοί μαζί. Ήθελε να είναι κάτι σαν τον Δία, ο ρόλος του ταίριαζε. Οι άνθρωποί του δεν ήταν έξυπνοι, και αυτό τον έκανε να θυμώνει από την μία και από την άλλη τον έκανε ευτυχισμένο που δεν χρειάζονταν να ξυπνήσουν από τον "πνευματικό τους χειμώνα". Ήταν υπερόπτης και αυτό του άρεσε. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν εκείνη η δύναμη που τον έκανε να δείχνει πανίσχυρος και σοφότερος των σοφών. Ήξερε πως ο ίδιος το πίστευε, πως ήταν έτσι και ήθελε να το δείχνει όσο ενοχλητικό και αν ήταν για τους άλλους. Τι διάολο ήταν ο βασιλιάς σε εκείνο το έργο. Το στέμμα γυάλιζε τόσο ώστε κανείς να μην αμφιβάλει για το ποιος είναι ο βασιλιάς. Όταν άνοιξε τα μάτια του διαπίστωσε την κούρασή του. Ήταν υπερόπτης ακόμη και στον ύπνο του. Κατέβασε τα πόδια από το γραφείο, το πουκάμισο είχε τσαλακωθεί στην άκρη. Ναι, ήταν ανώτερος και του άρεσε. Ήταν το μυαλό της υπόθεσης, όποια υπόθεση και αν ήταν αυτή. Το χειροκρότημα επανήλθε στα αυτιά του. Βλέποντας το μέλλον, διαπίστωνε πως δεν είχε πολλά να κάνει παρά να επαναλαμβάνει τον εαυτό του. "Οι άνθρωποι ψοφάνε για σωτήρες", σκέφτηκε. "Είμαι σωτήρας είμαι γιαο, γιαο, ο πρώτος". Γύρισε το κεφάλι του και είδε μερικά από τα μετάλλια, ένιωθε το λαιμό του να κουβαλάει ένα σακί άμμο, τόσο βαρύς. Σκεφτόταν ήδη την επόμενη ομιλία του τρεις μέρες αργότερα στην εκκλησία των ευαγγελιστών, μια ενορία που την είχε επισκεφτεί στο παρελθόν και που είπε τόσο ρηχά πράγματα που τους έκανε όλους ευτυχισμένους. Και η πληρωμή του ήταν καλή, όσα κερδίζει ένας μέσος εργάτης για δύο μήνες δουλειά. Ήθελε να δουλέψει σκληρά για την επόμενη ομιλία, να αλλάξει μερικές λέξεις και να τις προσαρμόσει στην τοπική ανοησία των ευαγγελιστών έτσι ώστε να γίνει αγαπητός ξανά από τα πρώτα λεπτά πριν το κοινό αρχίσει να νιώθει το βάρος στα βλέφαρα. Θα έβλεπε τη βιντεοσκόπηση της σημερινής του ομιλίας και θα διόρθωνε κάποιες λεπτομέρειες. Θα έβλεπε τα χέρια, τα μάτια και την τονικότητα του προσώπου, πως στέκονταν, πως αντιδρούσε σε κάτι που έλεγε και πως το έλεγε, πως το παρουσίαζε. "Και όλα αυτά πρέπει να γίνουν σύντομα. Έχω μόνο τρεις μέρες". Πολύ θα ήθελε να τσακωθεί με τη γραμματέα του τώρα, είναι μέρος της δουλειάς. Εκείνη τον σιχαίνονταν, μερικές φορές οι τρόποι του την έπιαναν από το λαιμό και την έσφιγγαν. Το έβλεπε στα μάτια της πως δεν τον χώνευε, αλλά δεν τον ένοιαζε. Στην πραγματικότητα όσο πιο μισητός γίνονταν τόσο του άρεσε περισσότερο, ένιωθε πως οι άλλοι με το να σου δείχνουν ζήλια είναι κατώτεροί σου. Δεν ήξερε αν ήταν εργασιομανής, ήταν μάλλον. Το σίγουρο επίσης στην υπόθεση ήταν οι προσωπικές του σχέσεις. Ο ίδιος μίλαγε για την ανάγκη να έρθουμε πιο κοντά ο ένας στον άλλον, το υποστήριζε σαν δαιμονισμένος αλλά στην πραγματική ζωή ήταν τόσο μονόχνοτος που δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή να βρει κάποιον για να του φορτώσει βάσανα. Θυμήθηκε την ιστορία με τον Γκάντι, εκείνον τον λιπόσαρκο ανόητο που έσωσε την Ινδία με το να νηστεύει μέχρι θανάτου. Μια μέρα μια γυναίκα με το παιδί της εμφανίστηκε μπροστά του.

– Μεγαλειότατε του είπε, θα ήθελα μια χάρη από εσάς. Θα ήθελα να πείτε στον γιο μου να σταματήσει να τρώει ζάχαρη.
– Κυρία μου θα σας παρακαλέσω να έρθετε σε δύο βδομάδες να μου ζητήσετε το ίδιο.

Η γυναίκα δεν κατάλαβε καλά αλλά τον εκτιμούσε (τι ανόητη). Έτσι έφυγε. Δύο βδομάδες αργότερα εμφανίστηκε ξανά μπροστά του.

- Εξοχότατε έκανα αυτό που μου είπατε και άφησα δύο βδομάδες μέχρι να έρθω ξανά. Μήπως μπορείτε να του δώσετε τώρα μια συμβουλή;

Ο Γκάντι είπε: Παιδί μου σταμάτα να τρως ζάχαρη δεν είναι καλό για την υγεία σου.

Η γυναίκα δεν δίστασε να τον ρωτήσει. Εξοχότατε αυτό, δεν μπορούσατε να το πείτε δύο βδομάδες πριν;
- Όχι, είπε ο Γκάντι, γιατί πριν δύο βδομάδες έτρωγα και εγώ ζάχαρη.

Ξεσφίγγοντας τη γραβάτα προσπάθησε να δει ποιο είναι το νόημα στο σύγχρονο κόσμο, σε αυτό που ο ίδιος έφτιαξε. Όχι, αυτά είναι ανοησίες για μένα, ακαταλαβίστικες ανοησίες, φιλοσοφία ή όπως θέλει κάποιος να την πει. Σίγουρα δεν έχει θέση στις σκέψεις μου και απαιτώ να φύγει τώρα. Με ένα κακιασμένο χαμόγελο άφησε τα βλέφαρα να κλείσουν, έβαλε τις παλάμες πίσω από το κεφάλι του και έφερε στα πρόθυρα της ακοής,το χειροκρότημα στην αίθουσα. Ήταν ανικανοποίητος αλλά το ξέχασε για μερικά δευτερόλεπτα. Ήθελε κάποιον απεγνωσμένα για τσακωμό. Στο διάολο οι αγάπες και οι ηρεμίες. Χρειαζότανε έναν γνήσιο ανθρώπινο κακιασμένο τσακωμό. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη (το πιο ακριβό που βρήκε και που μόνο πέντε άνθρωποι σε αυτή την πόλη είχαν τόσο ακριβή συσκευή, του άρεσε που όλοι τον κοίταζαν όταν το έβγαζε σε κοινή θέα) και θέλησε να πάρει τη γραμματέα του τηλέφωνο. Η διάθεσή του ήταν τόσο κακή, αποφάσισε να μην την πάρει τηλέφωνο, θα τον παράταγε κάποια μέρα αυτό ήταν σίγουρο γιατί ήταν πολύ στριμμένος. Είχε τα λεφτά να την αντικαταστήσει, δεν τον ένοιαζε, τα πάντα εξαγοράζονται και όσο έχει αυτή τη δυνατότητα (ίσως για πάντα), θα εξαγοράσει μέχρι και τον διάολο αν αυτό ικανοποιεί το εγώ του. "Σκατά ή είμαι πνευματικός ηγέτης ή δεν είμαι. Το χρίσμα το πήρα από την ανάγκη των ανθρώπων για κοροϊδία και να πάρει αφού είμαι πολύ καλός σε αυτό, δεν πρόκειται να τους το δώσω πίσω". Σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι το παράθυρο. Το ξενοδοχείο πέντε αστέρων τον έκανε να βλέπει τα φώτα της πόλης με άλλα μάτια, ήταν εκεί υπερόπτης όπως πάντα, να κινείται με τη ροή του εγωισμού του, να λέει και να πείθει πρώτα τον εαυτό του πως όλοι και όλα είναι στα πόδια του. Θυμήθηκε εκείνον τον επιχειρηματία με την όμορφη γυναίκα, εκείνος κοντά στα πενήντα και εκείνη γύρω στα είκοσι πέντε. "Τι ανόητο ταιριαστό ζευγάρι θεέ μου". Δεν θα ήθελε ποτέ να τους ξαναδεί. Η δύναμη της επιταγής που του πρόσφεραν θα τον ανάγκαζε να τους συναντήσει για και να τους οδηγήσει στο πνευματικό μονοπάτι που έχασαν. "Τι βλάκες θεέ μου. Δεν ξέρουν τι να κάνουν τα χρήματά τους και ποντάρουν σε κάποιους απατεώνες σαν εμένα", χα χα χα σχημάτισε ένα μεγάλο εσωτερικό σαρδόνιο γέλιο. Η γυναίκα του δεν ήταν άσχημη, το αντίθετο ήταν γοητευτική και είχε λεπτά και ψηλά πόδια. Ας το διαχωρίσω θα ήθελα να την δω χωρίς το γελοίο σύζυγο και να συζητήσουμε πιο εκτεταμένα τις πνευματικές της ανησυχίες. Γύρισε προς τον καθρέπτη κοντά στην πόρτα, συνάντησε το είδωλό του. "Να πάρει είμαι ακόμη γοητευτικός" είπε και έβαλε το πουκάμισο μέσα στο πανάκριβο παντελόνι, ήταν όλα πανάκριβα. Και εκείνος ένα γοητευτικό πλούσιο κάθαρμα με πιασάδικη ρητορική. Είχε την ικανότητα να λέει σε όλους αυτά που ήθελαν να ακούσουν, "τι αλάνθαστη τακτική" σκέφτηκε και το εσωτερικό χαμόγελο έδωσε τη θέση του σε ένα εσωτερικό χειροκρότημα για την φιλαυτία του. Έπειτα έκατσε στον δερμάτινο καναπέ στο κομμάτι που είχε αυτόματο μασάζ. Το γαργάλημα στον πισινό του τον ενόχλησε και σηκώθηκε να σχηματίσει το νούμερο της ρεσεψιόν.

- Παρακαλώ θα ήθελα λίγο σολομό και χαβιάρι με σαμπάνια ντομ περινιόν.
– Μάλιστα, σε δέκα λεπτά.
– Ωραία παρακαλώ μην αργήσετε. Γιατί το είπε αυτό, φοβερά ανυπόμονος για άνθρωπος του πνεύματος.

Δέκα λεπτά αργότερα ένας καλοντυμένος υπάλληλος του ξενοδοχείου, ντυμένος με μαύρο παντελόνι, λευκό πουκάμισο κόκκινο παπιγιόν, του έφερε το φαγητό.

– Τι είναι αυτό φώναξε, δεν είναι καλά μαγειρεμένο, πάρτο πίσω και θα διαμαρτυρηθώ στην ρεσεψιόν.
- Συγγνώμη κύριε, ψέλλισε ο νεαρός υπάλληλος, θα σας το φέρω πίσω σωστά μαγειρεμένο.
– Για να το φέρεις πίσω σωστά μαγειρεμένο πρέπει να ξέρεις να μαγειρεύεις και από ότι φαίνεται ο μάγειρας είναι άσχετος, όχι δεν θέλω θα βγω έξω, παρακαλώ να πηγαίνεις.

Ο νεαρός με νηφάλιο ύφος που δεν πρόδιδε ότι μέσα του έβραζε έκανε μια μικρή υπόκλιση πήρε τον δίσκο και έφυγε κλείνοντας απαλά την πόρτα. Ο στριμμένος έβαλε το παλτό του, ένα πανάκριβο κασμίρ, πήρε τα κλειδιά της πόρσε και κατέβηκε στην είσοδο. Δεν ήθελε να δει κανέναν να μιλήσει σε κανέναν και το αντιλήφθηκαν οι υπάλληλοι της ρεσεψιόν, ήθελε μόνο ένα καλά γεύμα σε ένα ακριβό και προσεγμένο εστιατόριο. Που να πήγαινε τώρα, εκείνοι οι άχρηστοι, του χάλασαν τη διάθεση. Δεν ήθελε να ρωτήσει κανέναν. Κατέβηκε στο γκαράζ και σε λίγο μερικές χιλιάδες δολάρια ξεχύθηκαν στο δρόμο προς άγνωστη κατεύθυνση. Πάτησε ένα κουμπί και η μουσική ξεχύθηκε στη δερμάτινη καμπίνα του πολυτελούς αυτοκινήτου. "Βιβάλντι, εγκεφαλική μουσική, όχι συναίσθημα και όλες αυτές τις αηδίες. Είναι όλοι αηδιαστικοί μερικές φορές. Δεν ξέρω τι να κάνω με αυτούς, με την κόλαση που φτιάχνουν εύκολα χωρίς να με ρωτήσουν. Τουλάχιστον αυτοί που παρακολουθούν τα σεμινάριά μου, εξακολουθούν να παραμένουν ηλίθιοι, όμως με έχουν πληρώσει και αυτό είναι κάτι". Πάτησε το γκάζι. Θυμόταν ένα εστιατόριο στην άκρη της παλιάς λεωφόρου, αναπαλαιωμένο κτίριο με καλό φαγητό και καλή μόστρα. Είχε μερικές αξιόλογες σερβιτόρες αν θυμόταν καλά. Από την άλλη τι να τις έκανε; Είχε τον κόσμο στα πόδια του, είχε την δύναμη να πετάξει τον οποιοδήποτε στον δρόμο μέχρι και να τον κάνει να τον παρακαλάνε. Τέτοια ήταν η δύναμή του, τέτοια η ποιότητα των λόγων του. "Είναι όλοι ηλίθιοι", σκέφτηκε "και δεν μου αρέσει καθόλου που βρίσκομαι ανάμεσα σε κατώτερους μου. Μήπως και ο χριστός έτσι δεν ένιωθε, ή κάπως έτσι"; Έκλεισε τον βιβάλντι και πάτησε γκάζι. Τα φώτα τώρα περνούσαν δίπλα του σαν μικρή ομίχλη κάτι απροσδιόριστο τον ενοχλούσε όμως. Πάτησε και άλλο το γκάζι. Το αμάξι γλυστρούσε καλά στο οδόστρωμα, η μηχανή μούγκριζε με ευχαρίστηση. Στην απέναντι παράδρομο και με δύο λεπτά καθυστέρηση για να φορτώσει (πάντα αργούν αυτοί οι μεξικάνοι το βράδυ να φορτώσουν) ο οδηγός έκλεινε τα μάτια του από την νύστα και πάτησε απαλά το γκάζι, βγήκε σιγά σιγά στην λεωφόρο και συνάντησε την πόρτα. Ο θόρυβος ήταν τραχύς, ίσως να μην τον άκουσαν μέχρι το ξενοδοχείο πάντως δεν θα τον έβλεπαν ξανά ούτε εκείνο το βράδυ ούτε ποτέ ξανά. Ίσως να ξεχώριζαν στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων τα κομματιασμένα σίδερα στην άκρη της ασφάλτου.

Σχόλια