"Το λαμπύρισμα των βράχων στο μαγικό βουνό Μέρος 10ο" του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου


Όταν ο θάνατός με επισκέφτηκε διαπίστωσα με φόβο ότι δεν ήταν καθόλου θάνατος. Ήμουν σύντομα, σε μια καινούρια δίνη. Κάποιο χέρι, (που δεν ήταν χέρι) με τράβηξε (χωρίς να με τραβήξει) και διαπίστωσα ότι ο θάνατος δεν είναι καθόλου θάνατος. Είναι μια καινούρια αρχή που βάζει τη ζωή σε διαφορετική βάση. Από τη σύντομη νοσταλγία των πραγμάτων που άφηνα πίσω μου (και που έβλεπα ότι δεν σήμαιναν τίποτα παρά βάρος στη δυστυχισμένη ανθρώπινη πλάτη) πέρασα στην πώς να το πω... αιωνιότητα της απόλαυσης. Έτσι έγινα ένα με το χέρι και άρχισα να μαθαίνω. Έπειτα έμαθα να αποφεύγω την αποσύνθεση και να εξασκούμαι στην ανασύνθεση. Έμαθα πώς να διαιρώ τις χαρές, πώς να αντλώ συνέχεια δύναμη από την ευδαιμονία και πώς να χαίρομαι στο κάθε τι, να υποδιαιρώ τις χαρές και τα γέλια, τη λύπη και τη μοναξιά σε αμέτρητες σειρές απλότητας και κάθε τι που έφτανε να είναι απλό( όσο ο αέρας μετά από μια ζεστή μέρα ή το χαμόγελο ενός μωρού), να περιφέρομαι ανάλαφρο φάντασμα αγκαλιασμένο από όλη την ενέργεια του σύμπαντος.

Δεν περίμενα ποτέ ότι θα γινόμουν πρώτα φάντασμα και μετά θα καταλάβαινα πως έπρεπε να ζω. Θυμάμαι τον εαυτό μου νωχελικό και βαριεστημένο, ξαπλωμένο σε ένα κρεβάτι, να μην μπορώ, να είμαι συνέχεια κουρασμένος. Να αφήνω πολλές πεθαμένες μέρες να τελειώνουν το ίδιο νεκρές. Πίσω από την κουρτίνα κοιτάζω τους ανθρώπους να το έχουν παρακάνει. Τους αρέσει να μην τους αρέσει τίποτα. Να είναι αποκομμένοι από την ζωή με διάφορες εξωτερικές δικαιολογίες. Κρεμασμένοι σε μια οθόνη τηλεόρασης, να κλωσάνε τον καναπέ και να αναμασάνε τα χτικιά που τους σερβίρουν. Παρόντες απόντες, χαμένοι από την έλλειψη πραγματικών γεγονότων παγιδευμένοι στην επίπεδη συμπεριφορά τους. Μια πλαστική αδιαφορία, κάτι ανάμεσα σε παγίδα και έλειψη ζωής. Δεν το παίζω έξυπνος, χρειάστηκα μια ολόκληρη ζωή και ένα χέρι να με τραβήξει πίσω από την κουρτίνα για να το διαπιστώσω.

Όταν οι προσδοκίες εξαλείφθηκαν όταν ενηλικιώθηκα σαν φάντασμα, έχασα την παραμικρή φιλοδοξία να επικοινωνήσω με την παλιά μου ζωή. Με τη βοήθεια του χεριού έμαθα να ξεπερνώ τους σκοπέλους της νέας μου ζωής. Θυμήθηκα πόσο λίγο στην προηγούμενη ζωή έμενα σιωπηλός και πόσο αγνοούσα την ανάγκη του εαυτού να μείνει στη σιωπή και στην ηρεμία. Τώρα βλέπω αυτό το λάθος ήταν βασικό. Τα λάθη μου ήταν άπειρα κατά την διάρκεια της υλιστικής θυμηδίας που ονόμασαν ζωή, όμως αυτό ήταν το πιο σοβαρό. Ας είναι. Έγινα φάντασμα για να καταλάβω το μέγεθος της ανοησίας. Τώρα το χέρι με την χάρη του παντογνώστη μου λέει πως η παντογνωσία προϋπήρχε όμως είχα τόσα νέφη τριγύρω μου και δεν άφησα αυτή τη χάρη να βγει στην επιφάνεια. Είχα στήσει ένα εκτροφείο ψεμμάτων και το εκτροφείο μεγάλωνε, γίνονταν γιγάντιο και δεν ήθελα να το εγκαταλείψω με κανέναν τρόπο, ήταν το οξυγόνο μου. Τώρα που το βλέπω από διαφορετική διάσταση, δεν έχω καμία μα καμία αμφιβολία για το μέγεθος της ανοησίας μου. Έτσι μονοσήμαντος και ανεύθυνος απέναντι στην ωκεάνια συνείδηση, δεν μπορούσα να προχωρήσω παρά μόνο να πάω προς τα πίσω. Έτσι γίνεται στο σύγχρονο κόσμο. Το χέρι μου λέει να μην ανησυχώ και πως θα έρθει η στιγμή που τα φαντάσματα δεν θα είναι τα μόνο που καταλαβαίνουν τα πραγματικά γεγονότα. Θα έρθει η στιγμή να καταλάβει ο άνθρωπος πως η επανάσταση θα ξεκινήσει μέσα του, και θα γίνει εξωτερική επανάσταση, στο βαθμό που θα φέρει τη γνήσια αλλαγή, αφήνοντας να ανθίσει η ομορφιά και η παιδικότητα που κρύβει μέσα του, αυτή που συνδέεται με την αγάπη. Ότι και να συγκρίνεις με τον άνθρωπο είναι πιο γεμάτο, γιατί εκπέμπει την κενότητά του. Τίποτα δεν είναι γεμάτο όσο ένα άδειο γεμάτο. Δεν μπορώ να το εξηγήσω καλύτερα γιατί το νόημα δεν είναι σε αυτό που εννοώ, είναι σε αυτό που αισθάνομαι σαν φάντασμα. Είμαι το ίδιο, τα πάντα και το όμοιο το άδειο.

Δεν θέλω να εμφανίζομαι μπροστά σε ανθρώπους, γιατί εκείνοι όπως και εγώ όταν ήμουν σαν αυτούς, δεν είναι έτοιμοι για το άγνωστο πέρα από τις παρωπίδες. Όμως δεν τους κατηγορώ. Σκέφτομαι ότι με τέτοια πλύση εγκεφάλου, τέτοιο προσηλυτισμό στην ηλιθιότητα που γίνεται από τα πρώτα βήματα από τις πρώτες ακόμη αναπνοές του βρέφους, είναι σχεδόν θαύμα που το πνεύμα μπορεί ακόμη και θριαμβεύει έστω και σε λίγους, ελάχιστους. Και εσύ είσαι ένα βρέφος ακόμη. Έχεις πολλά να περάσεις.

Είναι κανείς εκεί έξω; Κοιτάζω μέσα από την απεραντοσύνη που μου χαρίζει η θέα πίσω από το χρυσαφένιο κομμάτι του σύμπαντος. Όταν πέρασα μέσα από το τούνελ, ήμουν σίγουρος πως βαδίζω στο σωστό μέρος. Μου θύμισε το μέρος αυτό, κάτι αντίστοιχο που είχα περάσει όταν ήρθα στη γη της σάρκας. Μήπως ήταν το ίδιο, μπορεί και να ήταν το ίδιο. Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς, πάει πολύς καιρός από τότε. Τα τοιχώματα είχαν μια χρυσαφένια απόχρωση και το φως ήταν τόσο εκτυφλωτικό χωρίς όμως να μου πονάει την όραση, στην ουσία μου έδινε πνοή. Με έσπρωχνε σε μια κατάσταση άχρονης αναπνοής, που ήταν ζωτικότητα και όχι κάτι το πνιγηρό. Ήταν μια διαφορετική ανάσα και η ζωτικότητα που κέρδιζα με έκανε να πιστεύω πως ήταν κάτι σαν μια γη χωρίς καμία σκέψη, μόνο έκσταση, χαρά και τραγούδι. Ήταν σαν μια σειρήνα που έπαιζε μια θεϊκή μουσική στο χάος της απεραντοσύνης, ήταν μια όμορφη πνιγηρή αναπνοή. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς, ήταν όλες οι αντίθετες έννοιες μαζί, όλες οι δυνάμεις που διέπουν τη ζωή μου μέχρι εκείνη την στιγμή που με έκαναν να μην θέλω να πετάξω πιο μακριά από εκείνη την εποχή, από εκείνη την περιοχή της χρυσαφένιας θεϊκής θέλησης.

Τα σύννεφα βάδιζαν γαλήνια στην γαλάζια λεωφόρο του ουρανού παρατηρώντας τη γη. Ήμουν και εγώ μαζί τους. Στην αρχή ένιωθα λίγη ζαλάδα, κάτι σαν υπέρκοσμη ναυτία, όμως αργότερα συνήθισα και μου άρεσε. Το ίδιο γίνονταν και όταν ήμουν στη γη. Όλα γινόντουσαν σιγά στην αρχή, κάτι δεν πήγαινε καλά, το εγώ μου φούσκωνε, η αίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά με έπνιγε, όμως με τη σταθερότητα που έχει ο καθένας να προσαρμόζεται στα άσχημα και στα πολύ άσχημα, τα ξέχναγα και έφταναν όλα να γίνονται αυτονόητα, μέρος της σάρκας. Όταν τα κλουβιά είχαν κλειδωθεί και ήμουν μέσα στην παγίδα, ξεχνώντας το χαμόγελο και πως αυτό σχηματίζεται, έμενα εκεί ευχαριστημένος μέσα στη δυσαρέσκεια. Δεν έκανα τίποτα απολύτως. Γυρνούσα σε έναν μαύρο σκοτεινό κύκλο και νόμιζα πως αυτό είναι ζωή. Όταν πέρασα από τη δίνη διαπίστωσα πως αυτό δεν ήταν μια σπασμωδική κίνηση, έπεφτα στο κενό κάθε μέρα και αυτό μου άρεσε μέσα από το πρίσμα της ασχήμιας.

Έτσι δημιουργήθηκε μια γήινη ανθρώπινη αηδία. Ήμουν μέρος της παγίδας και το μόνο που θυμάμαι από εκεί έχει να κάνει με τη γνησιότητα του να βρίσκομαι ανήμπορος στη μέση ενός κυκλώνα. Έτρεχα από τίποτα σε τίποτα, περνούσαν δίπλα μου οι εικόνες των λουλουδιών, τα αρώματα και τα χρώματα και εγώ δεν έκανα τίποτα προς όφελός μου, δεν έκανα το απλό, να τα αγκαλιάσω και να νιώσω καλύτερα, να νιώσω μέλος της ύπαρξης. Η αύρα ήταν σαν να μην υπήρχε, την είχα αφήσει να σκουριάσει και να γίνει ένα μαύρο βαρύ πέπλο.

Οι μόνες αντίστοιχες στιγμές μου με την έκσταση που ζω τώρα, ήταν την εποχή μετά τη γέννηση. Τότε που ήρθα στον κόσμο και το πρώτο χέρι με χτύπησε στην πλάτη για να πάρω την ανάσα να ξεκινήσω την πορεία μου στο μαγικό βουνό, ήταν κάτι αντίστοιχο με την πρώτη μου παρουσία σε εκείνη τη φωτεινή δίνη, μετά την τελευταία ανάσα όταν έφυγα για το επέκεινα. Ναι, όταν ήμουν μωρό, είχα μια όμορφη φωτεινή ζωή, σχεδόν όπως είναι τώρα. Έβλεπα πράγματα που τα ξέχασα πολύ σύντομα, πλάσματα χωρίς σάρκες και χωρίς το τυπικό σώμα, παρά φωτεινές μάζες που απλώνονταν γύρω και ανάμεσα στα μέρη που αντίκριζαν τα μάτια μου. Ακόμη και εκεί υπήρχαν πολλά παράξενα γεγονότα. Οι άνθρωποι γύρω μου δεν τα έβλεπαν. Και όχι μόνο δεν τα έβλεπαν, λέγανε πως εγώ ήμουν ο τυφλός, γιατί δεν μπορούσα να εστιάσω τα μάτια μου πάνω τους. Από τότε ακόμη, (ουσιαστικά από τη στιγμή που το πρώτο χέρι ακούμπησε την πλάτη μου) άρχισε η διαδικασία της ομίχλης. Άκου είμαι τυφλός γιατί δεν τους εστίαζα. Το άσχημο ήταν πως ακόμη δεν ήξερα τη γλώσσα τους να τους εξηγήσω πως γύρω τους, μέσα τους, πάνω και κάτω κινούνταν πλάσματα πολύ ενδιαφέροντα για να τα αφήσω και να ασχοληθώ με τους ανθρώπους. Θυμάμαι τη μητέρα μου να έχει πάνω από το κεφάλι της έναν τεράστιο χρυσοπράσινο δράκο που είχε απλωμένα τα φτερά του σχεδόν στο πλάτος ολόκληρου του δωματίου. Έπειτα σιγά-σιγά, σταμάτησα να βλέπω όλα αυτά τα πλάσματα και εκείνα αφού δεν τους έδινα σημασία, άρχιζαν να με ξεχνούν με τη σειρά τους. Εξάλλου ήθελαν να δουν αν είχα προσαρμοστεί στη νέα μου ζωή. Βέβαια, καθώς βλέπω τώρα, δεν έφυγαν ποτέ, είναι ακόμη εκεί, όμως λίγες μέρες έφταναν για να αρχίσουν όλοι να πετάνε πάνω μου τις ομίχλες τους. Μόνο αρκετά χρόνια αργότερα, σε μια αναλαμπή πνευματισμού, έφτασα στο ένα τοις εκατό από εκείνες τις ωραίες στιγμές που είχα. Έγινε όταν βρέθηκα σε ησυχία και απόλυτη ακινησία άρχισα να κάνω ένα δειλό βήμα και να επανέλθω σε εκείνη την αρχική μου κατάσταση. Αλλά ήταν και εκείνο μάταιος κόπος. Όταν έκανα ένα μικρό τοσοδούλικο βήμα, φοβήθηκα και διέκοψα το δρόμο, τη διαδικασία προς τα εκεί. Τόσο βαθιά συννεφιασμένος ήμουν μετά από τόσα χρόνια συνεχούς φορτώματος άχρηστων στρωμάτων ομίχλης.

Τώρα καβαλάω τα σύννεφα και διακρίνω τα λάθη του παρελθόντος. Τώρα διακρίνω τη δυσκολία να παλέψω να βρω τον εαυτό μου ανάμεσα στα πνευματικά καυσαέρια που άφησα τότε να μου συμβούν.

Μια δυνατή βροχή άρχισε να μαστιγώνει το αρχαίο δάσος. Το φάντασμα εξαφανίστηκε. Η βροχή έδινε μια περίεργη χαρούμενη οσμή, υγρασίας, και τα πουλιά πετούσαν ολόγυρα, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, αφήνοντας τα σημάδια της ομορφιάς τους ανακατεμένα με τα υγρά θολά χνάρια της βροχής κρεμασμένα στον ουρανό. Ήξερα, με κάποιον απροσδιόριστο τρόπο, πως η αλήθεια δεν εμφανίζεται αβοήθητη στους ανθρώπους. Οφείλεις να χαράξεις το δρόμο που θα σου εμφανιστεί. Και αν εμφανιστεί, σαν σύμπτωση, είναι γιατί η μοίρα σου βαρέθηκε να περιμένει να την ανακαλύψεις. Είναι η συνήθεια που κυβερνάει τον κόσμο, όμως το αρχαίο δάσος, είναι σοφό γιατί είναι ασυνήθιστο. Ίσως ακόμη να μην ήμουν έτοιμος για μεγάλες αλλαγές. Ωστόσο το δάσος, συνηθισμένο να αλλάζει συνέχεια, με αιφνιδίασε. Χάθηκε από τα μάτια μου και έδωσε τη θέση του σε ένα άγριο τοπίο. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σχόλια