"Το λαμπύρισμα των βράχων στο μαγικό βουνό Μέρος 12ο" του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου


Η ησυχία διηγείται την ιστορία καλύτερα. Ο τόπος που κατοικούν τα φαντάσματα, είναι δύσκολος. Δύσκολος να τον ξεχάσεις. Σκάβοντας τη μνήμη, περνώντας ανάμεσα στα τείχη που υψώνονται από τις φοβίες, προσπαθώ να ξεπεράσω τη γραμμή που ορίζει, το σκοτάδι πριν το φως. Το σκοτάδι είναι τόσο βαθύ, που υπόσχεται, αν το περάσεις, δυνατό χρυσαφένιο φως. Είναι το σημείο όπου τα γεγονότα αποθαρρύνονται και αποθηκεύονται κάπου, βαθιά και σκοτεινά. Εκεί ο φόβος μπορεί να σε παραλύσει, αν όμως δεν το κάνει, θα βρεις την δύναμη να φοβηθείς αργότερα, όπως οι ήρωες νιώθουν. Τότε άκουσα την δυνατή φωνή του γιατρού, να λέει: γρήγορα στο χειρουργείο, αν δεν γίνει τώρα, τον χάνουμε.

Έπειτα δεν ξέρω πως, ανάμεσα στα χαλάσματα, εκεί στο όριο μεταξύ του ονείρου και της πραγματικότητας, βρέθηκα δεμένος πάνω σε ένα φορείο. Είχα έναν ορό στο χέρι, ηλεκτρόδια στο κεφάλι και μια θολή εικόνα ότι διάφοροι έτρεχαν γύρω μου, πανικόβλητοι σαν κάτι σπουδαίο να συνέβαινε. Ήταν παράξενο, ένιωθα απόλυτα υγιής, από τη μία, παράλυτος από την άλλη. Ήθελα να αντιδράσω, όμως δεν ήξερα πώς να το κάνω.

– Μην ανησυχείς, είπε ο γιατρός καθησυχαστικά, θα σε σώσουμε.

Δεν ήξερα από τι, δεν ήξερα πως, δεν ήξερα πως ήμουν άρρωστος. Είχα την αίσθηση ότι ήμουν ιδρωμένος, ίσως ο ιδρώτας, έτρεχε από την αγωνία ότι η ζωή που ήξερα γλίστρησε σε έναν γκρεμό, ψηλά στο μαγικό βουνό τσακίστηκε στη χαράδρα και δεν θα επιστρέψει ποτέ ξανά. Αφού πέρασα ένα διάδρομο γεμάτο οθόνες, φωνές και πανικό έφτασα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Η σκοτεινιά ήταν απαραίτητη για ένα λόγο, για να φωτίζονται οι οθόνες καλύτερα. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο από οθόνες, πρόλαβα να δω λίγο τι έπαιζαν: διάφοροι άνθρωποι με θλιμμένα πρόσωπα, με παράξενο ντύσιμο (όλοι φορούσαν ένα είδος υφασμάτινης αλυσίδας στον λαιμό τους και οι γυναίκες φορούσαν αγκαθωτά φορέματα), μιλούσαν ασταμάτητα, με θρήνο, φοβία και αγκομαχητά. Ο κόσμος που ήξερα δεν υπήρχε, οι φόβοι μου είχαν επαληθευτεί: είχε αντικατασταθεί από έναν κόσμο ολικής καταστροφής, όπου ο φόβος ήταν το οξυγόνο και το οξυγόνο ήταν η φρεναπάτη.

Βίωνα κάτι που συνδύαζε ρυθμικό θόρυβο, άναρθρες κραυγές από παρανοϊκούς, και στέρεη, ζωντανή εικόνα φρεναπάτης. Οι κραυγές ήταν αυτές που με ενοχλούσαν περισσότερο. Αναρωτιόμουν αν είχα ακούσει κάτι παρόμοιο στο παρελθόν, αλλά γρήγορα διαπίστωσα με φρίκη ότι το παρελθόν δεν υπήρχε, ήταν ένα τίποτα, ένα τεράστιο λευκό χαρτί. Παντού τριγύρω, στους τοίχους, στο ταβάνι,στο πάτωμα υπήρχαν οθόνες, που έπαιζαν κάτι και συνέθεταν όλο το σκηνικό της φτερωτής τρέλας. Μια αυτούπνωση, με θόρυβο από κλωτσιές σε γυμνά κρανία, έσερναν αυτό που είχα ορίσει σαν αντίληψη, λάβαινε χώρα κι εγώ ήμουν ανήμπορος να αντιδράσω. Όλες οι οθόνες μαζί, έσπερναν την καταιγίδα του θορύβου. Ένα αλάθητο μήνυμα περνούσε βαθιά μέσα μου, και ήταν αλάθητο γιατί δεν είχα την δύναμη απέναντι σε όλη αυτή την ορχήστρα θορύβου, να το αμφισβητήσω. Έψαχνα να ξεκλειδώσω, τη φυλακισμένη μοναχικότητα που όριζε την γαλήνη, ήταν αδύνατο, το κλειδί είχε ξεθωριάσει στην αλληλουχία των θορύβων. Οι εικόνες-φρεναπάτη, έτρεχαν μπροστά μου: χωριά καιγόντουσαν, άνθρωποι τραβούσαν τα μαλλιά τους και έκλαιγαν μπροστά στις οθόνες, παιδιά έψαχναν ανάμεσα σε ερείπια ουρλιάζοντας, να βρουν τους γονείς τους, πανικός και στυγνή βρωμιά ανάμεσα σε ολική καταστροφή, χωρίς καμία ελπίδα. Ένιωσα, και αυτό ήταν είδηση, πως κατάφερα να νιώσω, το χέρι μου να κινείται νευρικά στην θέα της εικόνας-φρεναπάτης. Τότε ο γιατρός, μου το χτύπησε με μια ράβδο και πέρασε μια μικρή ένεση τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα να πονέσω. Πρόλαβα να διαβάσω τα χείλη του: "γρήγορα είπε τον χάνουμε". Τότε πολλές εικόνες φρεναπάτης έτρεξαν ανάμεσα στα μάτια μου και τώρα επίσης, οι νοσοκόμες κρατούσαν σφιχτά το κεφάλι μου προς την ροή που οι εικόνες έτρεχαν, οι οθόνες ξεπηδούσαν σαν ακρίδες και πετούσαν από κάτι που δεν μπορούσα να αποφύγω: πόλεμος, καράβια που βούλιαζαν, παιδιά που πέθαιναν από την πείνα, κακόβουλοι άνθρωποι που συνωμοτούσαν και το αποτέλεσμα ήταν πόλεμος ξανά, και άλλος πόλεμος και δολοφονίες και ατυχήματα και έπειτα έχασα το φως μου έχασα τα μάτια από τις οθόνες και κάπου μυστήρια, στο βάθος άκουσα τον γιατρό να λέει:

- Φτάνει για σήμερα. Να τον πάτε στο δωμάτιό του και να φροντίσετε να φάει καλά και να περάσει το υπόλοιπο της ημέρας καλά, μπροστά σε μια οθόνη. Μικρή δόση παρακαλώ, αρκετά για σήμερα, είπε ο γιατρός.

Το πνευματικό κλύσμα, συνεχίστηκε το βράδυ. Αφού έφαγα με βουλιμία, ένα πλούσιο και ανθυγιεινό γεύμα, χωρίς να είμαι πια δεμένος έκατσα μπροστά στην οθόνη του πλαστικού μου κόσμου. Η οθόνη έδειχνε ένα σπίτι. Ένας γέρος, ντυμένος με εκείνη την υφασμάτινη αλυσίδα με υποδέχτηκε. Φορούσα κι εγώ τα ίδια ρούχα με εκείνον. Έβλεπα τον εαυτό μου στην οθόνη, ένιωθα μια σπουδαία κενότητα.

Ο γέρος άνοιξε την πόρτα. Το σπίτι είχε ένα στενό χώρο καθώς έμπαινες σε αυτό, περνούσες μια πόρτα και έπειτα υπήρχε ένας άλλος χώρος τόσο μεγάλος που θα μπορούσε να χωρέσει όλους τους πρόσφυγες της γης. Το σαλόνι ήταν γεμάτο γυναίκες, και στην μέση των γυναικών δύο άντρες ένας με ένα βιολί και ο άλλος με μια κιθάρα.

- Να, κάθισε εδώ, είπε ο γέρος, και μου έδειξε έναν θρόνο γεμάτο μαξιλάρια. Εκείνος έκατσε σε έναν άλλο θρόνο γεμάτο μαξιλάρια. Ένα κορίτσι ήταν έτοιμο να χορέψει, μπροστά από τους δύο μουσικούς και τα υπόλοιπα κορίτσια κάθονταν στο πάτωμα χορτασμένα από τη νιότη και την ομορφιά τους.

Η βασική χορεύτρια είχε ένα μεγάλο γλυκό πρόσωπο. Τα χέρια της κρεμόντουσαν άψογα από τους δύο λεπτούς της ώμους. Το σώμα της ήταν τυλιγμένο από ένα λεπτό ύφασμα εκτός από την κοιλιά της που έδειχνε ευλύγιστη, σμιλεμένη από το χορό. Το βιολί και η κιθάρα άρχισαν να απλώνουν τους ήχους και η κοπέλα άρχισε να χορεύει. Έπιασα τον εαυτό μου να την κοιτάζει χτυπημένος από τις τέλειες κινήσεις της, θαμπωμένος από την υπερβολική οικειότητα που εξέπεμπε το κορμί της. Με αληθινή καλλιτεχνία, δημιουργούσε έναν ανώτερο υπέρτατο ερωτισμό και μέσα στις σκέψεις μου είδα να κολυμπώ σε βαθιά ευδαιμονία. Ο γέρος με διέκοψε από τις σκέψεις, ψιθυρίζοντας κοντά στο πρόσωπό μου:

- Ξέρεις, όλες είναι πόρνες είπε με φωνή τρεμάμενη, φορτισμένη από ενοχή, σαν να ήταν αυτό το σπουδαιότερο μυστικό που κρατούσε μέσα του χρόνια.

Ο χορός ήταν ένα παράξενο μείγμα κινήσεων, εκφράσεων των πιο κρυφών φαντασιώσεων και την ίδια στιγμή φωτισμός μιας απρόσμενης παράξενης ταπεινότητας. Η χορεύτρια μπορούσε να σταθεί στο ένα της πόδι, κουνώντας τα κοσμήματα στον αστράγαλό της, λικνίζοντας το σώμα της στη μια πλευρά με τον ώμο και το γοφό της να στέλνει παράξενες δονήσεις, και το κεφάλι της στην άλλη πλευρά να δίνει την εντύπωση πως είναι ανεξάρτητο από ότι συμβαίνει στο σώμα της, κάνοντας το πρόσωπό της γλυκό στην αναμονή μιας καλοσύνης που ήρθε έφυγε και θα ξανάρθει Έπειτα πιάνοντας μια ξεχωριστή φράση από τους μουσικούς, μπορούσε να σύρει τα πόδια της, κουνώντας ή τρέμοντας οτιδήποτε πάνω της μπορούσε να κουνηθεί ή να τρέμει, στέλνοντας ακτινοβολία από την κοιλιά της προς εμάς, μόνο για μερικά βήματα, σαν επισκίαση της ανθρώπινης σάρκας από τα αστέρια της αλχημείας και σαν γυναίκα που ήξερε να παίζει βαθιά τον ρόλο της γυναίκας πάνω στη γη. Μόνο για μερικά βήματα, έξι ή εφτά, μπορούσε να πει ότι μπορούσε να ειπωθεί ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα. Κουνιόταν στη δίνη της και τραγουδούσε, κουνώντας μηχανικά, τους απαλούς γοητευτικούς ώμους της, χωρίς να κάνει απολύτως καμία προσπάθεια να βάλει νόημα και αίσθημα στους ήχους των μουσικών. Συνοφρύωνε τα χείλη της άλλοτε κοροϊδευτικά και άλλοτε ερωτικά, αλλά πάντοτε θριαμβευτικά, και έπιασα τον εαυτό μου να παρακαλάει να την ξαναδώ και να την ξαναδώ να χορεύει εκείνα τα έξι εφτά βήματά της.

Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο γιατρός. "Αρκετά για σήμερα", είπε. Έπιασε το τηλεχειριστήριο στα χέρια και πίεσε το κουμπί. Η παρέα του σπιτιού, εξαφανίστηκε. Το σκοτάδι γέμισε την οθόνη, και ένιωσα όλη την εξάντληση του πνευματικού κλύσματος. Ο γιατρός έκλεισε την πόρτα. Σύντομα κοιμήθηκα. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου