"Το λαμπύρισμα των βράχων στο μαγικό βουνό Μέρος 11ο" του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου


Μπροστά μου, ξεπρόβαλε η σπηλιά. Η είσοδός της, σκοτεινή και υγρή, μου έφερνε την αίσθηση του φόβου για το άγνωστο. Έδειχνε να είχε καταρρεύσει πρόσφατα. Το άνοιγμα της ήταν πιο μεγάλο τώρα από ότι στο παρελθόν. Συμπαγής κολώνες άνθρακα, στήριζαν το κομμάτι της εισόδου, προστασία από νέα κατάρρευση. Καθώς προχώρησα με αργά διστακτικά βήματα, είδα τον τοίχο στα δεξιά μου γεμάτο σταλακτίτες. Οι κρύσταλλοι των ασβεστόλιθων, αντανακλούσαν το αμυδρό φως, και έκαναν το φλοιό, σε αυτή την σκοτεινή γη, να ακτινοβολεί για λίγο, μικρά κομμάτια φωτός σε ένα σκοτεινό παρόν, μικρές αδύναμες φωτιές, σε ένα πάρτυ σκιών. Από εκείνο το σημείο, οι ρωγμές μετατρέπονταν σε μικρά μονοπάτια, ανάμεσα σε βράχους και ογκόλιθους με ακαθόριστα σχήματα. Ένιωθα το έδαφος κάτω από τα πόδια μου, να κυματίζει, ένας απολιθωμένο κύμα, στην θάλασσα του σκοταδιού και της ανησυχίας. Ήμουν στο κομβικό σημείο, ανάμεσα στην επιφάνεια, στο μαγικό βουνό και στα έγκατα, στο βαθύ άγνωστο, στην σπηλιά που όλοι περνάνε από αυτή και που άλλοι μένουν να ζήσουν και άλλοι περνάνε προς τα έξω, προς την κατεύθυνση της νοσταλγίας για το βουνό και τον αέρα που δίνει δύναμη στην θεϊκή πορεία του ανθρώπου.

Το κυματοειδές έδαφος, έδωσε τη θέση του σε ένα στρωτό μονοπάτι, γεμάτο άμμο και ψιλό χαλίκι. Το πέτρινο ταβάνι, είχε αυξομειώσεις στο ύψος, περπατούσα προσεκτικά, κάποιες στιγμές με την πλάτη ίσια και κάποιες στιγμές σκυμμένος. Στο ίδιο μονοπάτι συνάντησα μερικούς βράχους, κομμάτια που είχαν ξεκολλήσει από τον πέτρινο όγκο της οροφής, και έκαναν το πέρασμα ακόμη πιο στενό. Μια νυχτερίδα, πέρασε αστραπιαία, ξυστά από το κεφάλι μου, πιο πολύ ένιωσα τη δόνηση από τα φτερά της, το οπτικό μου κεντράρισμα ήταν αργό μέσα στο μισοσκόταδο για να τη δει. Αιφνιδιασμένος για λίγο, δεν πρόσεξα την λακούβα μπροστά μου, και το σώμα μου τεντώθηκε προσπαθώντας να συγχρονιστεί με το βήμα που έγινε στο μικρό κενό. Εκείνη η μικρή τρύπα ήταν σαν σκαλοπάτι για μια μεγαλύτερη που ακολουθούσε, και αν έπεφτα εκεί θα χτύπαγα σίγουρα, ίσως να μην είχα την δυνατότητα να ανέβω ξανά στο μονοπάτι και να προχωρήσω. Περπάτωντας παράπλευρα με μικρά συρτά βήματα, κρατώντας ένα βράχο πέρασα και συνέχισα στο μονοπάτι. Δεν ξέρω αν η νυχτερίδα ήταν σημάδι να προσέξω, ίσως να με είχε σώσει.

Συνέχισα να περπατώ. Το μονοπάτι στένεψε. Άκουσα θόρυβο από νερό. Ένας μικρός καταρράκτης, στο πρώτο δωμάτιο της σπηλιάς. Έκανα τον κύκλο του δωματίου, ίσως να υπήρχε μια διέξοδος για κάπου. Τίποτα. Ένας πέτρινος θόλος με έναν καταρράκτη στην μέση. Γύρισα προς τα πίσω. Πέρασα ξανά από το ίδιο σημείο που είχα συναντήσει τη νυχτερίδα. Στην αντίθετη πλευρά από το πέτρινο δωμάτιο, υπήρχε μια σειρά από σκαλιά. Πως δεν τα είχα δει πριν; Ανέβηκα τα σκαλιά. Θόρυβος από... ανθρώπινες φωνές. Συνέχισα να ανεβαίνω τα σκαλιά. Όταν τα σκαλιά τελείωσαν, βρέθηκα σε ένα μεγάλο φωτεινό δωμάτιο γεμάτο γραφεία, ανθρώπους να μιλάνε σε τηλέφωνα, ντυμένοι με ακριβά ρούχα, και με ψεύτικα προσωπεία που έλεγαν πως κάτι σοβαρό συμβαίνει εκεί γύρω. Όσοι δεν ήταν σκυμένοι στα γραφεία τους, έτρεχαν τριγύρω με χαρτιά στα χέρια σαν μια καταστροφή να ερχόταν σύντομα.

Ίσως να είχα μια παράξενη όψη. Η πορεία στο βουνό με είχε αλλάξει, το σώμα μου ήταν πιο δυνατό και τα μάτια ίσως να είχαν εκείνη την πυρετώδη γυαλάδα κάποιου που ανέχεται την κακουχία και προχωράει στον βραχώδη δρόμο. Τριγύρω μου ήταν διάφορα πρόσωπα. Ένιωθα πως μεταξύ μας υπήρχε ένα θεόρατο κενό, χοροπηδούσε το είναι μου μεταξύ υπεροψίας και μειονεκτικότητας. Δεν ήξερα αν ήμουν το ίδιο με αυτούς χωρίς να μπορώ να τους υποτιμήσω ή να τους υπερτιμήσω. Το σίγουρο ήταν πως δεν μπορούσα, για κάποιον απροσδιόριστο λόγο να έχω επαφή με εκείνο το περιβάλλον. Ακόμη και όταν κάποιες κυρίες μου χαμογέλασαν, ένα χλωμό επαγγελματικό χαμόγελο, δεν μπόρεσα να κλείσω το χάσμα που υπήρχε μεταξύ μας. Όλοι ήταν απορροφημένοι με κάτι, με υποθέσεις άσχετες με την παρουσία μου και κάπου με έπεισαν πως ήμουν ένα μπέρδεμα για αυτούς. Το χάσμα μεγάλωνε αντί να κλείνει. Μια κυρία με γκρι ταγιέρ και αντίστοιχο γκρι πρόσωπο, χαμογελώντας και με ευγένεια μου είπε: "Από εδώ κύριε". Κύριε; Ήταν πολύ παράξενο για μένα, δεν με είχαν αποκαλέσει ποτέ κύριο. Άρχισα να ανησυχώ για την ίδια μου την ύπαρξη, μήπως είχα αρχίσει να γερνάω, ή μήπως ήμουν τόσο διαφορετικός, μια καλή δικαιολογία για όλους αυτούς, να είναι ευγενικοί μαζί μου. Δεν ήξερα καν γιατί σκεφτόμουν τόσο πολύ.

Ακολούθησα την κυρία με το γκρι ταγιέρ. Περάσαμε ένα φωτεινό διάδρομο όπου γραφεία σαν κλουβιά ήταν γεμάτα απασχολημένους ανθρώπους. Το θέαμα με τρόμαξε. Ήθελα να χαρώ αλλά δεν μπορούσα. Αυτό το κομμάτι της σπηλιάς ήταν πολύ παράξενο για τα μάτια μου. Πως είχε στηθεί όλο αυτό το σκηνικό εδώ μέσα; Περάσαμε σε έναν άλλο διάδρομο. Τώρα το σκηνικό άλλαξε. Διάφορα πλαστικά φυτά στόλιζαν το χώρο, και τον έκαναν πιο κρύο και από τα κρύα πρόσωπα που συνάντησα ήδη. Και τα πρόσωπα έδειχναν, κάποια από αυτά, πως ήθελαν να χαμογελάσουν αλλά ήταν κάτι που το είχαν ξεχάσει και το είχαν αντικαταστήσει με ένα άλλο χαμόγελο που θύμιζε βιτρίνα, μια στολισμένη μάσκα που φρόντιζε να καθησυχάσει τον περίγυρο πως όλοι εκεί μέσα, ήταν ίδιοι. Και αφού περπατήσαμε κάμποσο μπήκαμε σε έναν ανελκυστήρα. Βγήκαμε σε έναν άλλο διάδρομο στολισμένο με μια κόκκινη μοκέτα. Η κυρία με το γκρι ταγιέρ μου έδωσε ένα κλειδί

– Εδώ θα μείνετε για τις επόμενες μέρες. Πολύ σύντομα θα σας ενημερώσουμε τι ακριβώς θα κάνετε, που θα σας εγχειρήσουμε και πότε.

Πάγωσα. Εγχείρηση; Μα ένιωθα υγιέστατος.

- Τι ακριβώς θα μου κάνετε; κατάφερα να πω με τρεμάμενη φωνή.
– Μην ανησυχείτε, είπε το γκρι ταγιέρ με το γκρι πρόσωπο που χαμογέλασε και τώρα είδα δύο κοφτερά δόντια στις άκρες. Δεν θα πονέσει καθόλου. Αντίθετα θα το ευχαριστηθείτε. Ένας καινούριος κόσμος θα ανοίξει για εσάς.
– Μα δεν έχω τίποτα με τον κόσμο ούτε με την υγεία μου, είπα.
– Θα περάσει σύντομα ο υπεύθυνος να σας ενημερώσει. Ως τότε το προσωπικό μας θα σας εξυπηρετήσει, θα έχετε ότι φαγητό ζητήσετε, εσείς απλά θα σκέφτεστε και εκείνοι θα εκτελούν. Τώρα σας χαιρετώ.

Τέντωσε το χέρι της και η χειραψία ήταν τόσο κρύα που ένιωσα την ανάγκη να πλείνω το χέρι μου γρήγορα με ζεστό νερό. Όταν έφυγε (τόσο γρήγορα που νόμιζα ότι τα ακριβά της παπούτσια δεν πάταγαν στο κόκκινο χαλί) ξεκλείδωσα την πόρτα και μπήκα στο δωμάτιο.

Το δωμάτιό μου πέρα από την πόρτα, είχε αντί για τοίχο ένα λεπτό γυαλί γύρω γύρω. Είχα θέα σε έναν πλαστικό κήπο, με νερά να χορεύουν ανάμεσα σε τσιμεντένια συντριβάνια και μερικά πουλιά πλαστικά και αυτά, δεμένα στα ψηλότερα φυτά να τραγουδούν ένα κελάηδισμα μαγνητοφωνημένο. Το δωμάτιο έδειχνε να έχει όλες τις ανέσεις που χρειαζόμουν. Ένα μεγάλο άνετο κρεβάτι τυλιγμένο σε ένα δίχτυ για τα κουνούπια παρόλο που δεν υπήρχε περίπτωση να υπάρχει έστω και ένα κουνούπι εκεί μέσα. Τηλεόραση, ηχοσύστημα, καφετιέρα ψυγείο, ερ κοντίσιον. Ένα κουμπί που το πάτησα και αμέσως εμφανίστηκε ένας σερβιτόρος ντυμένος στα άσπρα, με έναν τεράστιο δίσκο γεμάτο με αστακούς, φιλέτα, γαρίδες, σαλάτες, δύο μπουκάλια κρασί και σαμπάνια. Το μπάνιο ήταν τεράστιο με άφθονο ζεστό νερό αποστειρωμένο και καθαρό τόσο που άρχισα να συχαίνομαι τον εαυτό μου που δεν έκανα μπάνιο δέκα φορές τη μέρα. Γύρισα και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Είδα ένα τηλεχειριστήριο, το έπιασα στα χέρια μου και πάτησα μερικά κουμπιά. Μια τεράστια οθόνη άνοιξε ακριβώς μπροστά μου. Ξαναέπαιξα με το τηλεχειριστήριο και στην οθόνη εμφανίστηκαν διάφορα πράγματα που θα μπορούσα να αγοράσω από σκόνες που θα με έκαναν να ζήσω για πάντα νέος, μέχρι οικιακά σκεύη, βιβλία, ποδήλατα για τέλειο κορμί και ένα φούρνο όπου θα μπορούσα να ψήσω το φαγητό μου σε ένα δευτερόλεπτο. Θα μπορούσα να αγοράσω εισιτήρια για να ταξιδέψω σε μέρη που έδειχναν ίδια με τον πλαστικό μου κήπο, να φάω και να πιω δίπλα σε πισίνες με γυναίκες που φοράνε μπικίνι και χαμογελάνε σαν την κυρία με το γκρι ταγιέρ. Ένιωθα να πνίγομαι σε ρηχά νερά.

Ένιωθα ολοκληρωτικά χαμένος. Σαν να με είχαν μεταφέρει μακριά από τη γη, ένα βράδυ στον ύπνο μου, και να με ενθρόνισαν ανάμεσα σε ανθρωποειδή, σε ένα βουνό απομίμηση. Ότι έβλεπα προτού έρθω στην σπηλιά, ήταν άνθρωποι που άφηναν το πρόσωπό τους να εντυπώνουν τα αισθήματά τους, να είναι ισορροπημένοι ακόμη και μέσα στην υπερβολή τους. Ήμουν συνηθισμένος να ακούω τους ήχους της ζωής: γιορτή, γέλια, κραυγές θυμού, σφυρίγματα, διαφωνίες, περιγραφές της καθημερινότητας και των οραμάτων, νερά να τρέχουν στα ρυάκια, ήχους από τα αρχαία δάση, ιστορίες σοφίας. Τώρα καθόμουν εδώ μόνος μου, χωρίς ορατά σημάδια ζωής. Γιατί και αυτή η ηρεμία, ήταν πλασματική, στολισμένη με πλαστικά άνθη και ήχους τηλεχειριστήριου. Όλα απομίμηση, τίποτε γνήσιο.

Δεν ήξερα αν αυτό που ένιωθα ήταν χαρά ή αηδία. Ίσως η σάρκα μου να ήταν χαρούμενη, είχα μια άνεση, ένα μαλακό κρεβάτι, όλα έτοιμα στην εντέλεια και όχι πολλά πράγματα να σκεφτώ. Δεν είχα πράγματα να σκεφτώ για μένα. Οι σκέψεις ήταν απολιθωμένες, παγωμένες, παγιωμένες σε ένα καλούπι που δεν ήταν δικό μου. Το μέσα πάλευε ή είχε παγώσει δεν ήμουν σίγουρος, προσπαθούσα να αντιληφθώ αν αυτό το περιβάλλον ήταν η μόνη επιλογή που είχα, αν αυτό το περιβάλλον θα ήταν το ίδιο για το υπόλοιπο της ζωής μου. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σχόλια