"Το λαμπύρισμα των βράχων στο μαγικό βουνό Μέρος 13ο" του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου


Η διαδικασία του πνευματικού κλύσματος συνεχίστηκε για αρκετό διάστημα. Τα πρωινά με πήγαιναν δεμένο στο φορείο να πάρω την δόση μου από οθόνες και το βράδυ παρακολουθούσα το ίδιο και το ίδιο γεγονός, το γέρο να με καλωσορίζει στο σπίτι του χορού, για να παρακολουθήσουμε παρέα το χορευτικό. Είχα αρχίσει να κουράζομαι τόσο, που δεν καταλάβαινα πότε ήμουν ξεκούραστος. Χαρά και λύπη ήταν το ίδιο, όλα ήταν λύπη. Οι οθόνες πετούσαν τόνους λάσπης πάνω στο κορμί μου και σιγά-σιγά, μέρα με την ημέρα, απέκτησα παράλυση των γεγονότων. Δεν είχα να πάω πουθενά, δεν είχα δει την σπηλιά πως ήταν μέσα, παρά μόνο μέσω των εικόνων που έβλεπα στις οθόνες. Εκεί οι άνθρωποι ήταν μεταλλαγμένοι, σε κάτι λυπηρό και κατά τα άλλα ανέκφραστο. Ο καθένας είχε την ρουτίνα του και καθόλου χώρο στην καρδιά του για κάτι καινούριο αφού και η καρδιά είχε αντικατασταθεί από οθόνη. Όλοι μιλούσαν ακατάπαυστα χωρίς να λένε τίποτα. Και ένα πρωινό εκεί που κοιτούσα τον πλαστικό μου κήπο, βλέποντας πρωινή οθόνη και πίνοντας καφέ, ο γιατρός ήρθε πιο χαρούμενος-λυπημένος από ποτέ για να μου ανακοινώσει ότι ήμουν έτοιμος.

– Τα τελευταία τεστ, έδειξαν ότι είσαι πια έτοιμος να αναλάβεις καθήκοντα στην πολιτεία μας. Η κυρία με το γκρι ταγέρ θα σου πει τις λεπτομέρειες.

Φυσικά δεν κατάλαβα τίποτα, και συνέχισα να παρακολουθώ την οθόνη.

- Έτσι μπράβο, με ενθάρρυνε ο γιατρός, είσαι η ζωντανή απόδειξη ότι ένας πεθαμένος γυρνάει στη ζωή και θριαμβεύει. Δεν ξέρεις πόσο χαρούμενος-λυπημένος νιώθω που κατάφερες να ξεπεράσεις το πρόβλημά σου και να γίνεις ένα με εμάς. Η θεραπεία που για μας ήταν παιχνιδάκι (την έχουμε κάνει χιλιάδες εκατοντάδες φορές) για σένα ήταν μια δοκιμασία γιατί ήσουν βαριά άρρωστος. Εμπρός λοιπόν, να χαρείς την σπηλιά, είπε.

Τον κοίταξα βαθιά στα μάτια. Ήταν σαν να μην είχε μάτια, αλλά δύο τρύπες που χρησίμευαν για να μη σκουντουφλάει στο διάδρομο. Τα ρούχα του ήταν καλοσιδερωμένα και από την τσέπη της ρόμπας του κρέμονταν ένα στηθοσκόπιο. Ήταν αξύριστος με γένια τριών ημερών, και το πρόσωπό του μου έλεγε πως είχε να χαμογελάσει πάνω από μια δεκαετία. Τόλμησα να τον ρωτήσω για την ασθένειά μου:

- Δηλαδή γιατρέ ήμουν σοβαρά; Τι είχα ακριβώς;

Ο γιατρός έβγαλε από την τσέπη του τα γυαλιά του και τα φόρεσε παρόλο που μέχρι τότε δεν θυμάμαι να τον είχα δει με γυαλιά. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε, περισσότερο από το συνηθισμένο του σκοτάδι:

- Δεν είσαι γιατρός για να ξέρεις τι είχες, ούτε χρειάζεται να μάθεις. Αυτό που είχες το είχαν και άλλοι πριν από σένα. Να νιώθεις τυχερός που δεν ακολουθήσαμε την ίδια διαδικασία που κάναμε σε άλλους, ανίατους. Σε κάποιον δώσαμε κώνειο. Ήταν η τελευταία λύση. Ήταν πολύ επικίνδυνος. Έναν άλλο τον κρεμάσαμε σε δύο κομμάτια ξύλο, γιατί δεν μπορούσε να σταματήσει να θέλει να σώσει τον κόσμο. Και οι δύο ήταν πολύ επικίνδυνοι για τους ανθρώπους της πολιτείας. Έτσι αφού η θεραπεία δεν έπιασε απλά δεχτήκαμε τον θάνατό τους. Με μεγάλη ανακούφιση θα έλεγα, αφού η επιδημία θα ήταν πολύ βαριά αν ξεσπούσε. Θα γίνονταν όλοι ευτυχισμένοι στη σπηλιά. Όμως έτσι θα χάναμε τις δουλειές μας.

Προσπάθησα να αφήσω ένα κενό για να κατανοήσω καλύτερα, όμως ο γιατρός βιαζόταν να μιλήσει:

- Αρκετά σου είπα. Φτάνει. Η δουλειά μου ως γιατρού ολοκληρώνεται εδώ. Θα μάθεις τη συνέχεια σύντομα. Ως τότε γεια σας.

Η οθόνη έπαιξε μια μουσική και εμφανίστηκε ο γιατρός εκεί. Ήταν ο ίδιος που είχα μπροστά μου. Στην οθόνη έδειχνε πιο επιβλητικός. Όταν η μουσική τελείωσε η πόρτα άνοιξε ο γιατρός χάθηκε και στη θέση του εμφανίστηκε η κυρία με το γκρι ταγέρ. Φορούσε μια διαφορετική απόχρωση του γκρι και το πρόσωπό της είχε την ίδια ξινή απόχρωση.

Θέλεις να αποκτήσεις μια καλή ζωή, το σύστημα θα σε σταματήσει. Βρισκόμουν σε βαθιά αποσύνθεση. Είχα αφήσει να συμβεί άραγε; Ή μήπως έπρεπε να το περάσω; Το πνευματικό κλύσμα είχε γίνει ένα φυσικό γεγονός της ζωής μου και δεν μου έκανε καμία εντύπωση πια, θυμάμαι πως ήμουν την πρώτη μέρα δεμένος στο φορείο και αντιλαμβάνομαι πως θα μπορούσα να το κάνω κάθε μέρα, χωρίς δυσαρέσκεια, χωρίς κανένα αίσθημα, μια βουτιά στο τίποτα της ζωής που επέλεξαν για μένα.

Βγήκαμε από το δωμάτιο. Το γκρι ταγιέρ, προχωρούσε στο διάδρομο, με γρήγορα βήματα. Πετούσε ερωτήσεις προς τα πίσω, προς εμένα, που προσπαθούσα να την ακολουθήσω.

– Θέλεις να βγεις έξω;
- Όχι, είπα, έχω εδώ ότι θέλω.
– Θέλεις να επικοινωνήσεις με άλλους ανθρώπους της πολιτείας;
– Θα το κάνω μέσω οθόνης, είπα.
– Πολύ καλά, είπε το ταγιέρ. Αν θυμάσαι τον προηγούμενο μήνα, περπατήσαμε ξανά αυτό τον διάδρομο. Η πρώτη σου ερώτηση ήταν: "Πότε θα βγω έξω; θέλω να δω τον ήλιο να φιλτράρεται ανάμεσα στις φυλλωσιές των δέντρων". Έπειτα ρώτησες: "Μπορώ να συναντήσω εκείνη τη χορεύτρια που παρακολουθώ κάθε βράδυ"; Αμέσως κάλεσα το γιατρό και πέρασες ένα μήνα επίπονης θεραπείας μπροστά στις οθόνες. Θυμάσαι;
- Όχι δεν θυμάμαι τίποτα. Μια ακαθόριστη θλίψη με σκέπασε, όμως κάτι μου είπε να μην την εκφράσω, αλλιώς κινδύνευα να βρεθώ ξανά, δεμένος στο φορείο. Αλήθεια, περπατήσαμε εδώ ξανά; Δεν θυμάμαι τίποτα. Το γκρι ταγιέρ πρόσωπο, συσπάστηκε, μια φτηνή απομίμηση χαμόγελου.

Μπήκαμε σε έναν ανελκυστήρα. Ανέβηκα με ένα πλήθος από καθρέπτες του εαυτού μου να με περικυκλώνουν. Αναρωτήθηκα τι θα έκανα με εκείνο το φορτίο, αν υπήρχε ένας τρόπος να απαλλαγώ, ή αν υπήρχε ένας άλλος εύκολος δρόμος. Ή οποιοσδήποτε δρόμος, εύκολος ή δύσβατος. Κατακλύστηκα από μια θλίψη μεγαλύτερη από αυτή που η καρδιά μπορούσε να κρατήσει. Μακριά από τη γενέτειρα κορυφή, στο μαγικό βουνό, έτρεμα από τη θλίψη, ένιωθα να κουβαλώ τις βρώμικες σελίδες ενός παλιού ξεχασμένου βιβλίου. Το παρελθόν, κρέμεται σαν μανδύας στην πλάτη μας, γεμάτος μπαλώματα από αισθήματα που πέρασαν ή που ξεθώριασαν, ξαναρραμένος από αινίγματα και μεγάλα ερωτήματα της ζωής, μέσα στη σπουδαιότητα τους, καθώς κάθε σκέψη, κάθε αίσθημα, κάθε πράξη, κάθε συνάντηση, έχει βάλει τη μικρή της κλωστή, σε αυτόν τον μανδύα, που μερικές φορές τον τυλίγουμε πάνω μας, και άλλες φορές τον σέρνουμε, προσποιούμενοι ότι συνεχίζουμε τη ζωή μας με ζήλο.

Η πόρτα του ανελκυστήρα άνοιξε και βρεθήκαμε σε ένα φανταχτερό, κακόγουστο δωμάτιο, που θα μπορούσε να είναι αποθήκη σιτηρών. Το πάτωμα ήταν καλυμένο από χοντρή μοκέτα, σαν απομίμηση λάσπης. Τα πόδια βούλιαζαν μέσα της. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι από διάφορα πόστερ, σχεδιαγράμματα, και μερικούς πίνακες που δεν καταλάβαινα αν ήταν τέχνη ή κιτς. Εκεί που τελείωνε το κιτς, απέναντι από την πόρτα, υπήρχε μια βιβλιοθήκη, με λίγα βιβλία και πολλά χαρτιά. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα μεγάλο ορθογώνιο τραπέζι. Επάνω στο τραπέζι, σκόρπια χαρτιά, διάφορες συσκευές, τηλέφωνα, φαξ, αρχειοφύλακες, και φυσικά οθόνες, υπονοούσαν το σημαντικό της συνάντησης. Στις δύο από τις εικοσιπέντε καρέκλες γύρω από το τραπέζι καθόντουσαν ο γιατρός, και ένας άλλος λυπημένος κύριος, με τριγωνικό μούσι, και μια λεπτή απόχρωση πεθαμένου χρώματος στο πρόσωπό του. Στην τρίτη καρέκλα κάθισε το γκρι ταγέρ και στην τέταρτη ο πισινός μου. Ένιωθα πως κάτι σοβαρό συνέβαινε, χωρίς να έχω απολύτως καμία ιδέα τι ήταν αυτό το σοβαρό. Έξυσα τον αριστερή μου ωμοπλάτη. Κάτι με ενοχλούσε. Ξύστηκα και πάλι. Η ίδια ενόχληση. Γύρισα το κεφάλι μου για να τσεκάρω την ωμοπλάτη. Κόπηκε η ανάσα μου. Το φάντασμα που είχα γνωρίσει στο μαγικό βουνό, στέκονταν πάνω από το ακριβό πουκάμισο (που δεν είχα αντιληφθεί πότε το φόρεσα) και έριξε ένα σαρδόνιο γέλιο. Κανένας εξωτερικός θόρυβος δεν έφτανε στο δωμάτιο, το φως ήταν άπλετο και ο αέρας αποστειρωμένος. Με ανακούφιση, διαπίστωσα, πως το φάντασμα μπορούσα να το ακούσω μόνο εγώ. Το τριγωνικό μούσι, το γκρι ταγέρ και ο γιατρός ανακάτευαν μερικές στοίβες από χαρτιά, σε μικρή απόσταση από τη μύτη τους. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σχόλια