"Το λαμπύρισμα των βράχων στο μαγικό βουνό Μέρος 3ο" του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου


Για λίγο στάθηκα ήρεμος να κοιτάζω στα βάθη του τοπίου. Είχα μια παράξενη αίσθηση, ότι ήμουν χαμένος. Ανησυχία με σκέπασε. Έπειτα βρήκα ένα μονοπάτι. Οι σκέψεις μου με ενοχλούσαν, κατάφερα να τις σταματήσω κοιτώντας την ομορφιά της φύσης.

Περπατώντας στο μονοπάτι, συνάντησα παράξενους ήχους. Έκατσα για λίγο να αφουγκραστώ τον αέρα. Ήρεμα, σηκώθηκα και προχώρησα προς τη μεριά που ο ήχος ήταν έντονος. Τώρα, στη μία πλευρά ήταν οι βράχοι και στην άλλη οι φωνές, ναι ήταν ανθρώπινες φωνές, δυνάμωναν, και η μουσική ήταν έντονη. Πέρασα μερικά ψηλά δέντρα πίσω από αυτά, υπήρχε μια μεγάλη έκταση. Και μια μεγάλη γιορτή. Ο ουρανός ξαφνικά γέμισε βεγγαλικά. Τα δέντρα επίσης έμοιαζαν με βεγγαλικά, είχαν μια παράξενη βαθιά φωτεινότητα. Πολλοί άνθρωποι ήταν σκορπισμένοι στο ξέφωτο, που έδειχνε τώρα στα μάτια μου, τεράστιο.

Διαπίστωσα ότι γιόρταζαν τα γενέθλια κάποιου σημαντικού προσώπου. Όλοι ήταν ευπρόσδεκτοι και όλοι γιόρταζαν. Μεταξύ τους χάριζαν δώρα, χόρευαν και τραγουδούσαν. Άλλοι έτρωγαν και έπιναν από ένα τεράστιο τραπέζι. Υπήρχαν ακροβάτες, μάγοι που κατάπιναν φωτιές, χορευτές με φανταχτερές φορεσιές, χορός και τραγούδι. Ανάμεσα στους ανθρώπους, υπήρχε ένας ανυπολόγιστος αριθμός από βεγγαλικά, κροτίδες, φωτιές, μικρές δάδες, μεγάλες δάδες, κεριά, μικρές πηγές που πετούσαν χρωματιστές φλόγες και άλλες που έριχναν κεραυνούς, και μικρά κεριά καρφωμένα στο έδαφος, που φωτίζονταν απότομα, πετάγονταν στον ουρανό και άνοιγαν σαν ομπρέλες γεμάτες φως και στάχτη. Άλλοι έπαιζαν μουσική και κάποιοι χόρευαν ξυπόλητοι πάνω σε μισοσβησμένες φωτιές.

Ένα χέρι με χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Γύρισα, ήταν ένας γέρος. Τα φώτα έδειχναν να πέφτουν πάνω του και ένα βεγγαλικό έσκασε σχεδόν πάνω στον δεξί του ώμο, καπνοί τον περιτύλιξαν, εκείνος γέλασε τόσο δυνατά που με τρόμαξε.

– Είσαι από τον έξω κόσμο; Με ρώτησε.
- Δεν ξέρω από πού είμαι, του απάντησα.

Εκείνος ξαναγέλασε το ίδιο δυνατά.

– Υπάρχουν φήμες, ότι παράξενα πράγματα συμβαίνουν στον έξω κόσμο, σαν να έρχεται ένα μεγάλο μήνυμα που πρέπει να ακούσουμε ή να καταστραφούμε. Δεν ήξερα για πιο πράγμα μιλούσε και τον άφησα να συνεχίσει. Παράξενα πράγματα, αγαπημένε μου ταξιδιώτη είπε και σήκωσε μια κούπα για να μου ευχηθεί. Θέλω να σε κάνω να συμμετέχεις στην γιορτή, ακολούθησέ με.

Ο γέρος με γοργό βήμα σχεδόν χωρίς να ακουμπάει στο έδαφος, περνούσε ανάμεσα από φωτιές, κεριά και μάγους που κατάπιναν σπαθιά, προσπαθούσα να τον ακολουθήσω. Αλλά περπατούσε τόσο γρήγορα που τον έχασα. Τον αναζήτησα με τα μάτια, αλλά βρέθηκα στην δίνη ενός χορού, άνθρωποι με αγκάλιασαν μου πρόσφεραν φαγητό και κρασί, και σε εκείνη την δίνη παρέμεινα παρασυρμένος από το χορό δεν ξέρω για πόσο χρόνο. Και ξανά ένα οικείο χέρι με χτύπησε στην πλάτη, ήταν ο ίδιος γέρος, με βρήκε εκείνος, γελώντας μου είπε:

- Εντάξει θα περπατήσω πιο σιγά, ακολούθησέ με τώρα.

Προχωρούσαμε με δυσκολία ανάμεσα στους ανθρώπους που χόρευαν και έπιναν και ήταν σαν να βρίσκονταν στο κέντρο μιας απόκοσμης έκστασης. Κάποια στιγμή φτάσαμε στην άκρη της γιορτής. Ο γέρος σήκωσε το λεπτό του δάκτυλο και έδειξε,

- Να εκεί.

Ήταν μια καλύβα. Μπροστά στην πόρτα, υπήρχαν δύο μεγάλοι κιτρινοπράσινοι δράκοι φτιαγμένοι από ένα παράξενο φωτεινό υλικό. Έδειχναν πιο πολύ απολιθωμένοι παρά ότι ήταν ανθρώπινο έργο.

– Αυτοί οι δράκοι είναι εδώ χιλιάδες χρόνια και όταν ανακάλυψα το μυστικό, τους άφησα ως έχουν, και έχτισα πίσω τους την καλύβα που βλέπεις. Αν και ήθελα να τον ρωτήσω πολλά πράγματα σώπασα και δεν είπα τίποτα. Ο γέρος άνοιξε την πόρτα και αφού περάσαμε έναν στενό σκοτεινό διάδρομο, ήμασταν τώρα στο κέντρο της καλύβας. Ήταν ένα μεγάλο καθιστικό γεμάτο σκονισμένα βιβλία, πάπυρους και χαρτιά σκορπισμένα στο ξύλινο πάτωμα.

– Εδώ μου είπε, αυτή είναι η δουλειά που κάνω και την έχω συγκεντρωμένη εδώ μέσα. Κοίταξα ολόγυρα χωρίς να καταλάβω τι εννοούσε. Εκείνος επανέλαβε.

– Εδώ μέσα, έχω συγκεντρώσει όλες τις ιστορίες του θρύλους και της παραδόσεις του κόσμου. Στα γραφτά και στα βιβλία που βλέπεις εδώ μέσα μπορείς να βρεις ότι έχει γραφτεί και ειπωθεί από καταβολής κόσμου. Όλη η σοφία όλη η μαγεία βρίσκεται σε αυτή την καλύβα.
– Τι εννοείς; Τον ρώτησα. Πως είναι δυνατόν να έχεις μαζέψει όλη την σοφία του κόσμου εδώ μέσα, σε αυτή την μικρή καλύβα;
- θα σου διηγηθώ μια ιστορία, να από αυτόν τον πάπυρο και θα καταλάβεις τι εννοώ. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σχόλια