ΚΑΪΝ & ΑΒΕΛ


Ύστερα από αρκετές ημέρες έρευνας είχα ανακαλύψει έναν πολύ σοβαρό ύποπτο. Το όνομά του Χρήστος Ραβέλης. Ένας άντρας βραχύσωμος, αλλά με τη δύναμη τριών ή και περισσότερων αντρών. Αναζητώντας πληροφορίες γι’ αυτόν, έμαθα ότι συχνά έμπλεκε σε καυγάδες και οι αντίπαλοί του ή καλύτερα τα θύματά του κατέληγαν στο νοσοκομείο με αρκετούς μώλωπες και σπασμένα κόκαλα. Το κεφάλι του ήταν άμορφα ξυρισμένο και το αλά Χίτλερ μουστάκι κοσμούσε το άσχημο με έντονα ζυγωματικά και σκαμμένο πρόσωπό του.

Εκτός των άλλων, τον είχαν κλείσει κάποια στιγμή σε ψυχιατρείο, αλλά και στη φυλακή. Μπορεί να φαινόταν προφανής η επιλογή μου, αλλά πόσοι από τους κατοίκους αυτής της πόλης μπορεί να έχουν διπλή προσωπικότητα, που το πρωί είναι ευυπόληπτοι πολίτες με μια καθωσπρέπει επαγγελματική και οικογενειακή ζωή και το βράδυ μεταμορφώνονται σε τέρατα ικανά να βιάσουν και να ακρωτηριάσουν ένα μικρό κορίτσι. Οπότε αντί να ψάχνω ανάμεσα σε δικηγόρους και γιατρούς έπρεπε να εξαντλήσω κάποιες «προφανείς» επιλογές μου.

Τον ακολουθούσα για ώρες. Ήταν πια βράδυ. Μπήκε στο προαύλιο του γυμνασίου που πήγαινα. Απόρησα. Τι μπορεί να θέλει να κάνει κάποιος στο άδειο προαύλιο ενός σχολείου; Να συναντήσει κάποιον κρυφά; Ή μήπως κατάλαβε ότι τον παρακολουθούσα και ήθελε να με ξεπαστρέψει απομονώνοντάς με σε ένα σκοτεινό μέρος; Καθώς τον ακολουθούσα μέσα στο σκοτάδι άρχιζα να ακούω κάποιες παιδικές φωνές σαν ψιθύρους. Ή καλύτερα εφηβικές, μαθητών του γυμνασίου. Γύρισα να δω αν είναι παιδιά κάπου, να τα προειδοποιήσω να φύγουν ώστε να μην πέσουν πάνω σε αυτόν τον ψυχασθενή. Κανείς. Άλλο ένα τριπάκι του μυαλού μου φαντάστηκα. Είναι αλήθεια πως είχα ονειρευθεί αρκετές φορές το συγκεκριμένο προαύλιο σαν να έκλεινε μέσα του ένα ή πολλά προσωπικά τραύματα που αναδύονται με τη βοήθεια ή καλύτερα την υπονόμευση των ονείρων.

Επανήρθα στο τώρα ύστερα από αυτή την παρέκκλιση των σκέψεων. Ο άνθρωπος που παρακολουθούσα τόση ώρα είχε χαθεί! Σκατά! Χαμένος στις ηλίθιες σκέψεις μου είχα ξεχάσει εντελώς τι έκανα. Κρύφτηκα πίσω από κάτι δέντρα ελπίζοντας να μην είχα γίνει εγώ το θήραμα του συγκεκριμένου ψυχασθενούς.

Τον εντόπισα πάλι. Ήταν μπροστά σε μια παλιά πορτοκαλί πόρτα, από αυτές που βρίσκεις σε παλιά χαμόσπιτα της πόλης, χωρίς να είχα προσέξει ότι υπήρχε εκεί πιο πριν. Άνοιξε την πόρτα και εισήρθε μέσα αλλά δεν φαινόταν να υπάρχει κάτι, ένα κτίριο ή ένα σπίτι. Σαν να εισχωρεί στο ίδιο το σκοτάδι. Τον ακολούθησα. Μόλις ήμουν μέσα, γύρισα πίσω, αλλά δεν υπήρχε καμιά πόρτα. Και αυτό που έβλεπα με άφησε για άλλη μια φορά απόλυτα αμήχανο. Λες και βρισκόμουν σε ένα παραμύθι από αυτά που συνήθως διάβαζα μικρός. Τα εικονογραφημένα παραμύθια που παρότι δεν σε αφήνουν να φανταστείς μόνο σου τον κόσμο του βιβλίου, σε παρασέρνουν στον εξίσου φανταστικό κόσμο του εικονογράφου. Σίγουρα δεν βρισκόμουν πια στο προαύλιο του σχολείου. Μπροστά μου ανοίγονταν ένα χιονισμένο ξέφωτο. Το χιόνι είχε σταματήσει να πέφτει. Δεν ήταν σκοτάδι. Έβλεπα καθαρά τα δέντρα που απλώνονταν το ένα απέναντι στο άλλο σαν να δημιουργούν έναν τεράστιο διάδρομο. Η φύση φάνταζε πανέμορφη αν και ο φόβος δεν με άφηνε να βυθιστώ σε αυτή την ομορφιά.

Ακολουθούσα τις βαριές πατημασιές στο χιόνι που άφηνε ο υποψήφιος δολοφόνος. Λίγο πιο πέρα κείτονταν ένα απανθρακωμένο σώμα. Και μετά ακόμα ένα. Ήταν άραγε προηγούμενα θύματά του; Δεν ακολουθούσα πλέον μόνο τις πατημασιές του, αλλά και τα απανθρακωμένα πτώματα που άφηνε πίσω του σαν ίχνη. Τα σώματα φαίνονταν να είχαν καεί από καιρό, κειμήλια μιας άρρωστης προσωπικότητας. Βρισκόμουν άραγε στον προσωπικό κόσμο αυτού του άντρα που το ένστικτό μου αποφάσισε να τον ακολουθήσει; Ή υπάρχει ένας μυστικός παράλληλος κόσμος κρυμμένος κάτω από την επιφανειακή ηρεμία αυτής της πόλης; Ένας κόσμος που ποτέ πριν δεν είχα αντιληφθεί; Ίσως και να μην ήμουν έτοιμος.

Ήμουν ξωπίσω του με πολύ προσοχή να μην με καταλάβει αν δεν το είχε κάνει ήδη. Ήταν μπροστά από ένα παλιό σπίτι. Εμφανίστηκε και ένας άλλος άντρας. Αρχίσανε να μιλάνε. Είδα αυτόν τον άλλο άντρα να τον παρακαλάει για κάτι και μετά ξεκίνησε ένας έντονος τσακωμός μεταξύ τους. Ο άλλος άντρας έφυγε τρέχοντας κατευθυνόμενος προς το σπίτι, ενώ ο Ραβέλης έβγαλε μια μικρή καραμπίνα από το παλτό του και άρχισε να τον πυροβολεί. Ο άλλος άντρας πρόλαβε να μπει στο σπίτι πριν τον πετύχει κάποια σφαίρα.

Ο Ραβέλης ανέβηκε με τα βαριά βήματά του τα σκαλιά του σπιτιού και μπήκε μέσα. Βρήκα το θάρρος να πάω και εγώ. Τα ξύλινα σκαλιά είχαν γίνει μαύρα από τη βρώμα ή την υγρασία. Και έτριζαν. Μόλις πάτησα το πρώτο σκαλί ένας περίεργος θόρυβος άρχιζε να σκαλίζει το λαβύρινθο του αυτιού μου. Ένας μακρόσυρτος βόμβος. Ανέβαινα σιγά-σιγά τα σκαλιά και ο θόρυβος γινόταν όλο και πιο έντονος. Σαν να με προειδοποιούσε για αυτό που θα συναντούσα.

Άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα στο εσωτερικό του σπιτιού, στην είσοδό του. Επιπλέον, επανήλθαν οι φωνές μικρών παιδιών, πολύ πιο εφιαλτικές από ότι πριν. Δεν ήταν ψίθυροι πια, αλλά κραυγές. Το σπίτι ήταν από ξύλο και μια σκάλα εσωτερική έβγαζε στα πάνω δωμάτια. Ξαφνικά, ο ήχος μιας πόρτας που σπάει στα δύο από ένα τσεκούρι απλώνεται μέσα στο σπίτι. Μια γυναικεία κραυγή που ακολουθεί με αναγκάζει να τρέξω με φόρα στα πάνω δωμάτια.

Οι δυο άντρες είχαν αρχίσει να παλεύουν. Ο άλλος άντρας απλά προσπαθούσε να αποφύγει το μαχαίρι που ο Ραβέλης έτεινε απειλητικά προς το μέρος του. Δίπλα στο πάτωμα μια ηλικιωμένη γυναίκα που προφανώς την είχε χτυπήσει δυνατά και παρακολουθούσε την πάλη των δυο αντρών ανήμπορη όμως να κάνει οτιδήποτε. Τελικά ο άλλος άντρας λύγισε κάτω από τη δύναμη του Ραβέλη, ο οποίος άρχιζε να ξεσκίζει τη σάρκα του, να χώνει βαθιά το μαχαίρι στα σπλάχνα του. Η αιχμηρότατη λάμα έσκιζε με ευκολία ότι στέκονταν εμπόδιο στο αιματηρό της μονοπάτι. Την κοιλιά, το στήθος, ακόμα και το πρόσωπο του άτυχου άντρα. Κηλίδες αίματος πετάχθηκαν στο πρόσωπό μου ακολουθούμενες με ένα συναίσθημα αηδίας που κατέκλυσε όλο μου το σώμα. Τα εσωτερικά όργανα του άντρα είχαν αρχίσει να χύνονται έξω, το πρόσωπο δεν είχε πια μάτια, μύτη, στόμα. Ήταν μια άμορφη νεκρή μάζα από ίνες και όργανα βαμμένη από το αίμα που είχε ξεχειλίσει παντού. Είχα μείνει άναυδος σε αυτό το πρωτοφανές έγκλημα. Ήμουν ακίνητος, ένιωσα όλο μου το σώμα παγωμένο, λευκό, ουδέτερο. Σαν να ήμουν ένας αόρατος άνθρωπος, ένα φάντασμα ανίκανο να κάνει οτιδήποτε.

Ο Ραβέλης σταματά να σκίζει το νεκρό σώμα. Έμεινε σιωπηλός. Όπως είχαν σταματήσει και οι ήχοι που είχαν εγκλωβιστεί στον κοχλία του αυτιού μου. Άρχισε να αναπνέει βαθιά. Είχε καταλάβει τι είχε κάνει; Κοίταξε την ηλικιωμένη γυναίκα, γύρισε προς τα πίσω και πέρασε από μπροστά μου σαν να μην υπήρχα. Τον είδα να κατηφορίζει τις σκάλες, κοίταξα τη γυναίκα και μετά πρόσεξα μια παλιά κιτρινωπή φωτογραφία που δέσποζε πάνω από το κρεβάτι. Απεικονίζονταν μια νεαρή γυναίκα με τους δυο γιους της. Ο Ραβέλης ήταν γιος της; Και ο νεκρός που κείτονταν μπροστά μου, επίσης; Πλησίασα τη νεκρή μάζα. Στο πόδι πρόσεξα μια άσπρη γραμμή. Σαν να είχε κάνει μεταμόσχευση. Αλλά δεν ήταν από κάποιο τραύμα. Θυμήθηκα έναν αρχαίο μύθο που αναφέρονταν σε έναν θεό που είχε κυοφορήσει τον γιο στο μηρό του.

Ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Έτρεξα κατευθείαν έξω από το σπίτι. Η σκάλα ήταν γεμάτη αίματα. Λίγο πιο κάτω βρισκόταν το κεφάλι του Ραβέλη και πιο πέρα το σώμα του. Είχε αυτοκτονήσει με την καραμπίνα του.

Άρχισε να χιονίζει πάλι. Έτρεχα προς την έξοδο χωρίς να έχω ιδέα που μπορεί να είναι αυτή η πορτοκαλί πόρτα από την οποία είχα μπει. Τα δέντρα θα μου έδειχναν το δρόμο ή θα με οδηγούσαν σε αδιέξοδο; Για να παραμείνουν μυστικά όλα τα γεγονότα που ήμουν μάρτυρας. Έτρεχα και τα πόδια μου βυθίζονταν μέσα στο χιόνι που είχε μεγαλώσει η στάθμη του. Σκόνταψα σε ένα από τα απανθρακωμένα πτώματα. Δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα να τρέχω και να τρέχω και να τρέχω…

Σχόλια