Καρυωτάκης Βαμπίρ




Είδα ένα όνειρο χθες. Είναι ένας εξηντάρης κύριος – ίσως να είμαι και εγώ σε μεγαλύτερη ηλικία. Βρίσκεται σε ένα κηποθέατρο πάνω σε μια εξέδρα μπροστά από χιλιάδες κόσμου. Γίνεται μια εκδήλωση, ένα ακόμα αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη. Έχει αναλάβει να διαβάσει το ποίημα «Πρέβεζα». Συγκρατώ μόνο τους παρακάτω στίχους από το ποίημα. Είναι πολύ αγχωμένος. Μάλλον είναι η πρώτη φορά που απαγγέλει κάτι μπροστά σε τόσο κόσμο. Ίσως να το είχε κάνει άλλη μια φορά πολύ παλιά, στην παιδική του ηλικία και να ήταν μια τρομερή εμπειρία. Ιδρώνει και διαβάζει το ποίημα κομπιάζοντας και κάνοντας μεγάλες παύσεις:

Περπατώωωωντας αργααααά… στην προκυμμμμμαία,
"υπααάρχω;"… λες, κι υυυυύστερα "δεν υπααάρρχεις!"
Φτααάνννει το… πλοίο. Υψωμμμένη σημμμαία.
Ίιιισσσως έρχχεεεται ο κκκκκύριος Νομάρχης…
Αν τουουουουουλάχιστον, μέσα στους ανννννθρώπους…
αυτούς, ένας εεεεπέθαινε από αηδιιιιία...
Σιωωωωωπηλοί, θλιμμμμμμμμένοι, με σεμνούς τρρρρρρρόπους…
θα διασκεεεεεδάζαμε οοοοοόλοι στην κηδειειειειειεία.

Καμία αντίδραση του κόσμου. Τον κοιτάνε πάνω στην εξέδρα που ανέβηκε να απαγγείλει το ποίημα. Τον έχει πραγματικά λούσει κρύος ιδρώτας. Η καρδιά του πάει να σπάσει. Ξαφνικά το πλήθος του κόσμου αρχίζει να γελάει. Ασταμάτητα, δυνατά. Αυτός γελάει κάπως αμήχανα. Αλλά τα γέλια δεν σταματάνε, αντίθετα γίνονται πιο έντονα. Και αυτός νιώθει ακόμα χειρότερα. Έχει αρχίσει να ασπρίζει. Τώρα η μνήμη του είναι πολύ καθαρή από τότε που οι μικροί συμμαθητές του τον κοροϊδεύανε όταν είχε πει το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη «Τι είναι η πατρίδα μας» στην εκδήλωση για την επέτειο της εικοστής ογδόης Οκτωβρίου.

Ξαφνικά όμως προσέχει κάτι που τον κάνει να παγώσει από φόβο. Όλων των συμπολίτων του που έχουν έρθει να παρακολουθήσουν την εκδήλωση, καθώς γελάνε με αυτόν τον ανατριχιαστικό τρόπο, αρχίζει να στάζει αίμα από τα στόματά τους και κάποια στιγμή ξεχειλίζει και πλημμυρίζει όλο το προαύλιο. Τα μάτια τους είναι κατακόκκινα. Έχουν όλοι μεταμορφωθεί σε φρικιαστικά βαμπίρ και αρχίζουν να πλησιάζουν σιγά-σιγά, σχεδόν βασανιστικά προς την εξέδρα. Ο εξηντάρης κύριος δεν μπορεί να κουνηθεί.

Όλα τώρα τα βαμπίρ βρίσκονται δίπλα του. Αυτός δεν μπορεί καν να τα κοιτάξει στα μάτια. Κοιτάζει ψηλά στον ουρανό και βλέπει ένα έντονο λευκό φως. Μέσα από αυτό βγαίνουν οι γονείς του που έχουν πεθάνει. Του χαμογελάνε και του απλώνουν το χέρι, καθώς την ίδια στιγμη του επιτίθενται τα βαμπίρ και κατασπαράζουν τη σάρκα και όλα τα ζωτικά του όργανα.

Σχόλια