MY OWN PRIVATE LABYRINTHE


Αλλάζοντας κάπως τον τίτλο της πολύ καλής ταινίας του Gus Van Sant, My own private Idaho, ο blogger της Play-full επιστρέφει ύστερα από απουσία ενός χρόνου σχεδόν. Όχι ότι έλειψα σε κανέναν, απλά είχα έμπνευση, αλλά και μια παράσταση που τελείωσε πριν από κάποιους μήνες.

Το έργο Labyrinthe αποτέλεσε έναν πραγματικά εντυπωσιακό λαβύρινθο τόσο οργανωτικά όσο και δημιουργικά. Η προετοιμασία του έργου, αλλά και της ίδιας της παράστασης ξεκίνησε πριν ένα χρόνο (Ιούνιος του 2008) με μια ιδέα – κάποια κινητά ταμπλό δημιουργούν ένα λαβύρινθο και οι πρωταγωνιστές χάνονται μέσα σε αυτόν. Σχεδόν αμέσως προέκυψε και ο τίτλος, Labyrinthe.

Παράλληλα με το διάβασμα για λαβύρινθους και δαίδαλους από το internet και το βιβλίο του Patrick Conty Λαβύρινθος, το μεγάλο αίνιγμα, αναζητούσα και αγαπημένες μου ταινίες. Έτσι, ταινίες όπως το Possible Worlds του Robert Lepage, το Magnolia του Paul Thomas Anderson, η ταινία μικρού μήκους του Tom Tykver από το Paris je t’ aime αλλά και το Mulholland Dr. του David Lynch αποτέλεσαν βασικές αναφορές του έργου. Ενώ πολλές από τις σκηνές των παραπάνω σπουδαίων ταινιών βρήκαν τη θεατρικότητά τους και μάλιστα στη δομή του Λαβύρινθου ύστερα από πολλούς αυτοσχεδιασμούς της ομάδας, υπήρξαν μέρη κυρίως του Possible Worlds όπως επεξεργαστήκαν και αποδόθηκαν θεατρικά, που δεν ευδοκίμησαν ιδιαίτερα. Οπότε σίγουρα θα πρέπει να γίνει ένα εκ νέου ξεσκόνισμα του κειμένου.

Όσον αφορά το casting οι αλλαγές ήταν επίσης… «λαβυρινθιακές». Ο Αντώνης (κρατήθηκε το όνομα στο ρόλο) έγινε Πάρις, ο Πάρις αποχώρησε ύστερα από ένα μήνα πρόβας αφού δεν του άρεσε η δουλειά μου και επίσης είχε ξεχάσει να μας πει ότι έπαιζε και σε άλλη παράσταση την ίδια περίοδο και έγινε Νικόλας. Ο Νικόλας μου άρεσε, αλλά αυτός δεν άρεσε στη χορογράφο. Βέβαια ούτε αυτός μας χώνεψε ιδιαίτερα και αποχώρησε μετά από δυο μέρες. Και μετά από ένα διήμερο διλημμάτων ο Βασίλης τελικά ανέλαβε το ρόλο. Η Μαίρη έγινε Ξένη. Η Μαρία Κατερίνα και ο Γιώργος Federico. Μόνο η Νατάσσα και ο άλλος Βασίλης της παρέας παρέμειναν σταθεροί στο πρότζεκτ μας. Χρειάστηκε ένας πρώτος μήνας προβών, δυο μήνες διάλειμμα, ένας δεύτερος πολύ εντατικός μήνας προβών και δέκα ημέρες παραστάσεων για να νιώσω ότι μπορεί και να δημιουργηθεί ένας πυρήνας ομάδας. Παρά τις όποιες συγκρούσεις μας, θα ήθελα πραγματικά να ευχαριστήσω την ομάδα για τις υπερβάσεις που έκανε κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και παρουσίασης του έργου. Επιπλέον, παρά τις οποιεσδήποτε ενστάσεις νομίζω ότι δημιουργήσαμε μια ωραία παράσταση που άρεσε και στο μεγαλύτερο μέρος των θεατών που την παρακολουθήσανε.

Σκεφτόμενος όμως τι ενέργεια χρειάζεται για να στηθεί μια ομάδα, βλέπω τον εαυτό μου να επιστρέφει στα θεατρικά δρώμενα σαν δημιουργός σε αρκετό διάστημα από τώρα. Επιπλέον, θα πρέπει να αναλάβει κάποιος άλλος το κομμάτι της χρηματοδότησης ή να επιδοτηθούν τα επόμενα έργα της ομάδας με ένα αρκετά καλό ποσό. Πως γίνεται αλλιώς μια παράσταση που σε δυο μήνες προβών και δέκα παραστάσεις στοίχισε τριάντα χιλιάδες ευρώ να επαναληφθεί για μια σεζόν ώστε να την παρακολουθήσει περισσότερος κόσμος, κριτικοί ή λοιποί παραγωγοί.

Για να επανέρθω, αποχωρήσεις και ξεκαθαρίσματα υπήρξαν και σε υπόλοιπους συντελεστές. Ο υπεύθυνος για την καλλιτεχνική επιμέλεια της Play-full, ο Καίσαρας, αποφάσισε να ακολουθήσει ένα εντελώς διαφορετικό μονοπάτι. Πριν όμως κατάφερε να βάλει μια πολύ ωραία προσωπική πινελιά στο έργο (τα κινητά ταμπλό ήταν δική του δημιουργία) και να παραδώσει τη σκυτάλη στη Σοφία που ανέλαβε χρέη σκηνογράφου. Με τη Σοφία υπήρξε άλλη μια πολύ ευχάριστη συνεργασία.

Ένα συγκρότημα επτά ατόμων κατέληξε σε συνεργασία με δυο από αυτούς που βέβαια ήταν και το πιο εφικτό μιας και η πρώτη περίπτωση στην παρούσα φάση θα ήταν απλά ένα Όνειρο Καλοκαιρινής Νυκτός που θα μετατρέπονταν σε εφιάλτη. Και όχι σαν τους εφιάλτες που σκηνοθετεί ο David Lynch. Πολύ πιο μουντός και θολός. Γιατί αν χρειάστηκε τόσος καιρός για να συντονιστεί η ομάδα των ηθοποιών, πως θα μπορούσε να ενταχθεί και ένα συγκρότημα ακόμα επτά ανθρώπων με μια δικιά τους προσέγγιση στο live performance. Η μουσική αποτέλεσε για άλλη μια φορά μια από τις αγαπημένες μου ασχολίες και η συνεργασία με τη Θάλεια, τη μουσικό μας ήταν εξαιρετική. Τώρα επειδή κάποια στιγμή και τα Όνειρα Καλοκαιρινής Νυκτός φαντάζουνε ωραία, δεν θα απέκλεια κάτι στα πλαίσια μεγαλύτερης παραγωγής και καλύτερου συντονισμού.


Η ομάδα των video artists υποστήριξε πολύ καλά την παραγωγή και ένας από αυτούς, ο Σωτήρης, ανέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης των visuals (δημιουργία οπτικού υλικού, vj). Η ίδια η παράσταση βασίστηκε πολύ σε αυτά και επιπλέον αποτέλεσαν ένα στοίχημα που κερδήθηκε. Ποιο ήταν αυτό; Να παρουσιαστούν με έναν τρόπο αρκετά πιο δύσκολο και απαιτητικό από αυτόν που έχουμε συνηθίσει να παρακολουθούμε σε παραστάσεις, αφού ο καμβάς ήταν συνεχώς μετακινούμενος. Σχεδόν όλα τα videos μου αρέσανε πολύ, όπως και στον περισσότερο κόσμο. Το μοναδικό θέμα που δημιουργήθηκε ήταν το χρονοδιάγραμμα τόσο για τη δημιουργία τους όσο και για την εγκατάσταση μέσα στο θέατρο. Γιατί όταν οι ηθοποιοί κάνουν καθημερινά επτάωρες πρόβες με λευκά πανιά πάνω σε ταμπλό για ένα ολόκληρο μήνα και βλέπουν τα videos δυο μέρες πριν την πρεμιέρα και καταφέρνουμε να κάνουμε τεχνικό πέρασμα δυο ώρες πριν απ’ αυτήν, ναι κάπου ο προγραμματισμός έκανε τα στραβοπατήματά του. Κάτι τέτοιες στιγμές χρειάστηκε πραγματικά να επαναφέρω ότι έμαθα δυο χρόνια στη yoga και το διαλογισμό για να μην κάνω μια ωραία βουτιά απόγνωσης από τον εξώστη του θεάτρου.

Όσον αφορά την ενδυματολογία και το φωτισμό πίστεψα στο ταλέντο και τη δημιουργικότητα της Έλενας και της Χριστίνας αντίστοιχα και χάρηκα ιδιαίτερα για αυτό.

Και έρχομαι στο κομμάτι της χορογραφίας. Πολύ μεγάλο μέρος της παράστασης ήταν έμπνευση της χορογράφου μας, της Jessica. Αν δεν ήταν η ισχυρή της προσωπικότητα και το ταλέντο της σίγουρα το έργο θα είχε άλλη μορφή και ακόμα θα πελαγώναμε με την κίνηση με τα ταμπλό. Το αποτέλεσμα θα ήταν ο Λαβύρινθος να παραμείνει μια «καλή ιδέα» στο μυαλό μου χωρίς ανάλογη ποιότητα στην παράσταση. Η χορογράφος κράτησε και ανέπτυξε τη δυναμική της ομάδας και εγώ έπαιρνα μαθήματα επαγγελματισμού και οργάνωσης. Πραγματικά θα ήθελα σε αυτό το κείμενο να κλείνω εκθειάζοντας τη δουλειά της και με την ευχή να συνεργαζόμασταν ξανά. Δυστυχώς το “Lost in Translation” δεν ήταν καθόλου θέμα διαφορετικής γλώσσας και μέχρι το τέλος των παραστάσεων θα μπορούσα να έχω συμπεριλάβει δυο τρεις φράσεις από τα κινέζικα που έμαθα στο Fortune Cookie για τη μεταξύ μας επικοινωνιακή Βαβέλ.

Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της παράστασης ήταν πολλές φορές που αναρωτήθηκα για τη θεατρική παιδεία – τόσο τη δική μου όσο και γενικά. Δεν έχω τελειώσει κάποια συγκεκριμένη σχολή ούτε φέρω κάποια συγκεκριμένη σφραγίδα πέρα από το γεγονός ότι μου αρέσουν πολύ οι παραστάσεις και η δουλειά του Robert Lepage, καθώς και της ομάδας Complicite. Από την τελευταία έχω παρακολουθήσει αρκετές παραστάσεις και εργαστήρια με δασκάλους και ηθοποιούς. Πέρα από αυτή την αναφορά ένα άλλο στοιχείο που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τον τρόπο που δουλεύω είναι ότι σιχαίνομαι οτιδήποτε έχει να κάνει με στρατιωτική νοοτροπία, σκηνοθέτες-στρατηγούς και ηθοποιούς-εκτελεστικά όργανα. Φτάνουν αυτά τα δυο στοιχεία για να σκηνοθετήσει κάποιος μια παράσταση; Συνειδητοποίησα πως επιλέγοντας να βάλω τον εαυτό μου στο ρόλο του σκηνοθέτη αναλαμβάνω μια ευθύνη συντονισμού και καθοδήγησης που με έφερε σε πολύ δύσκολη θέση. Πολύ πιο δύσκολη από την τελευταία φορά που σκηνοθέτησα το Fortune Cookie. Πολλές φορές ήταν που πραγματικά ήθελα να κρυφτώ ή να διακτινιστώ μακριά από το χώρο των προβών ή καλύτερα να μεταβώ στο μέλλον και να παρακολουθήσω την παράσταση σαν θεατής, αφού θα είχαν ολοκληρωθεί οι πρόβες.

Μου αρέσει να συνεργάζομαι με κόσμο που θα δώσει ο καθένας το δικό του όραμα σε μια κοινή δημιουργία. Επίσης, μου αρέσει το χάος σε αυτή τη διαδικασία και κάθε συντελεστής να νιώθει άνετα κάθε φορά να ακολουθήσει τις στιγμιαίες εμπνεύσεις του και το ένστικτό του. Πολλές φορές κρατιούνται σκηνές από λάθη ή το αυθόρμητο παιχνίδι στην πρόβα. Ακόμα και οι στιγμές πραγματικής «βλακείας» μπορούν να δημιουργήσουν σκηνές που εν δυνάμει θα μπορούν να εξελιχθούν. Εκείνη τη στιγμή όμως όταν επανέρθει η «στρατιωτική» παιδεία του ηθοποιού ή του οποιουδήποτε εμπλεκόμενου, τότε αμέσως η λογοκρισία παίρνει τη θέση της απόλαυσης και η οποιαδήποτε χαρά δημιουργίας αντικαθίσταται με μια κριτική που περισσότερο πηγάζει από ανασφάλεια παρά υπάρχει μια ιδέα που θα βοηθήσει τη δουλειά μας. Είναι σαν να έχω στην πρόβα τον κριτικό Γιώργο Σαρηγιάννη να χτυπάει το Τέταρτο Κουδούνι του ανεξέλεγκτα. Ε, όπως μπορεί να φανταστεί κάποιος δεν είναι καθόλου ευχάριστο συναίσθημα.

Τη στρατιωτική νοοτροπία δεν μπορώ να τη δικαιολογήσω ούτε στο θέμα της πειθαρχίας. Ένας στρατιώτης πειθαρχεί γιατί έτσι του είπαν να κάνει και δεν σκέφτεται κάτι διαφορετικό. Σε αυτή την περίπτωση όμως δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος να μεταφέρει τις ιδέες του, τις εικόνες του, τη δημιουργικότητά του. Είναι εκεί για να τον διατάξει – καθοδηγήσει κάποιος άλλος. Χρειάζεται πολύ να καταλάβετε ότι τέτοιου είδους νοοτροπία δεν με ενδιαφέρει καθόλου; Η πειθαρχία είναι σημαντική όταν καλείσαι να βρίσκεσαι σε έναν χώρο για τουλάχιστον επτά ώρες κάθε ημέρα, αλλά επιτυγχάνεται με πολλούς τρόπους. Βέβαια για να κάνω την αυτοκριτική μου, στη συγκεκριμένη παράσταση δεν μπόρεσα να την εμπνεύσω σε κάποιους από τους ανθρώπους που συνεργάστηκα.

Χωρίς να θέλω ν’ αναιρέσω το ρόλο ή τις ευθύνες ενός σκηνοθέτη – είναι κάτι που έμαθα αρκετά δύσκολα στη συγκεκριμένη παράσταση – η προσωπική δέσμευση του κάθε συντελεστή είναι απαραίτητο συστατικό συνεργασίας κατά τη δική μου «ταπεινή» άποψη.

Όσον αφορά το θέμα της παιδείας και το κομμάτι των σχολών – όχι ότι θα το αναπτύξω ιδιαίτερα γιατί δεν έχω να πω πολλά – έχω παρακολουθήσει, αλλά και έχω συμμετάσχει σε εξετάσεις σχολών και μάλιστα από μαθήματα διαφορετικών δασκάλων. Αυτό που κυρίως βλέπω είναι η ανάγκη ενός δασκάλου να σκηνοθετήσει τους μαθητές του και οι μαθητές είναι τα όργανα που θα τα καθοδηγήσει ένας άνθρωπος χωρίς να δέχεται ίχνος παρέμβασης από την προσωπική δημιουργικότητα του κάθε μαθητή. Με αυτή τη λογική, οι εξετάσεις μετατρέπονται σε “wanna be” παραστάσεις χωρίς βέβαια τα αντίστοιχα έξοδα παραγωγής. Οι σχολές υπάρχουν για να ανοίξουν τους καλλιτεχνικούς ορίζοντες των νεαρών μαθητών όχι να τους πήξουν στη μιζέρια του κάθε δασκάλου.

Επιπλέον θα έλεγα και κάτι που θα ακουστεί άσχημο και είναι εκτός των αρμοδιοτήτων μου. Οι θεατρικές σχολές θα έπρεπε να ονομαστούν σχολές κλασικού θεάτρου, γιατί η αισθητική των εξετάσεων – παραστάσεων είναι τόσο κλασσική και χιλιοειπωμένη, που πλέον έχει αρχίσει να κουράζει. Εμένα τουλάχιστον. Πόσοι πια δάσκαλοι σε όλες αυτές τις σχολές μπορούν να διδάξουν κάτι άλλο από το χιλιοειπωμένο και μάλιστα να υποστηρίξουν την προσωπική δημιουργικότητα των μαθητών τους (έστω των ταλαντούχων τουλάχιστον); Δεν θα ήθελα να το γενικεύσω γιατί σίγουρα υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις δασκάλων, αλλά νομίζω πως είναι εξαιρέσεις και μάλιστα όχι στην ίδια σχολή.

Βέβαια κανείς όταν είναι τόσο κατηγορηματικός καλό είναι να έχει να προτείνει και κάτι:

Σκηνογραφία. Μπορεί να πει κάποιος ότι είναι δουλειά ενός σκηνογράφου και μόνο. Μπορεί σε ένα νατουραλιστικό θέατρο, να φτιάξεις κάτι σαν σπίτι ή αυλή και να παίξουν οι ηθοποιοί μέσα σε αυτό το σκηνικό χώρο, όπου η καρέκλα παραμένει καρέκλα για να κάθονται οι ηθοποιοί σε όλη τη διάρκεια της παράστασης και σε μια οδηγία που ψήνει τον καφέ της η υπηρέτρια-ης, να υπάρχει όντως κουζίνα όπου ψήνει τον ελληνικό. Μπορεί σε αυτή την περίπτωση να υπάρξει και χορηγός ο Bravo ή ο Λουμίδης. Ποτέ δεν ξέρεις. Αλλά αν θέλουμε να χτίσουμε ένα σκηνικό χώρο που είναι συνεχώς μεταβαλλόμενος και το σκηνικό να γίνεται αεροπλάνο (δεν χρειάζεται να κουβαλήσουμε κάποιο boeing), βαγόνι του μετρό (δεν χρειάζεται η παράσταση να παίζεται στο Τραίνο Στο Ρουφ), στούντιο ραδιοφωνικού σταθμού και πολλά άλλα πράγματα ή όταν χρησιμοποιούνται πολύ απλά αντικείμενα με τα οποία οι ηθοποιοί δημιουργούν με τα σώματά τους διαφορετικά τοπία, ε, τότε πρέπει ένας σκηνοθέτης ή ηθοποιός να φθάσει την προσωπική του δημιουργικότητα και φαντασία σε διαφορετικά μονοπάτια. Μονοπάτια που οι περισσότεροι δάσκαλοι δεν μπορούν ούτε καν να τα φωτίσουν. Επιπλέον, ένα σκηνικό που δεν εξελίσσεται ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία της μακέτας, ε, νομίζω πως είναι αρκετά προβλέψιμο.


Multimedia. Πολύς κόσμος πλέον θέλει να εντάξει λίγη τεχνολογία στην παράστασή του. Οπότε φτιάχνονται κάποια videos, τα οποία παίζονται σε ένα λευκό πανί στο πίσω μέρος της σκηνής με έναν προτζέκτορα που προβάλει από μπροστά. Το κομμάτι των multimedia έχει προχωρήσει πάρα πολύ, για να παρακολουθούμε ακόμα τέτοιες ιδέες στο θέατρο. Βέβαια το video art είναι μια ακριβή τέχνη για να ενταχθεί σε μια παράσταση μικρού προϋπολογισμού, αλλά σε σχολές θα είχε ενδιαφέρον να υπάρχει μια εξοικείωση.

Το ξέρω δεν με παίρνει να λέω τέτοια πράγματα, αλλά τα λέω και ας πέσουν κάτω. Όσο και να φαίνεται το αντίθετο πάντως, πρέπει να διευκρινίσω ότι σέβομαι πραγματικά τους ανθρώπους που πηγαίνουν σε σχολές είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό κυρίως και με συναρπάζει να μαθαίνω πράγματα για αυτή τους την εμπειρία.

Για να επιστρέψω στα δικά μας, το κομμάτι της παραγωγής και της προώθησης στήθηκε με πολύ μεράκι. Από την υπέροχη αφίσα-σύμβολο που δημιουργήσανε οι BEND μέχρι και την επικοινωνιακή πολιτική που έστησε η Bond. Βέβαια το κομμάτι των οικονομικών χορηγιών αποτέλεσε για άλλη μια φορά πληγή για την τσέπη μου. Όταν όμως έχεις μια παράσταση για δέκα μέρες ποιος θα θέλει να διαφημιστεί για τόσο λίγο διάστημα αν δεν είσαι πρωτοκλασάτο όνομα. Γιατί δεν επιδίωξα κάποια επιδότηση; Δικό μου λάθος καθαρά γιατί υποτίμησα το κομμάτι των επιχορηγήσεων και υπερτίμησα το μάρκετινγκ που στήσαμε. Τελικά ακόμα και ο πιο ωραίος φάκελος να δημιουργηθεί δεν είναι αρκετός. Το θεατρικό προϊόν (δεν σας αρέσει ο όρος, έτσι;) στηρίζεται αρκετά εκτός του χώρου που γίνεται η παράσταση, στον αριθμό των παραστάσεων ή στα περισσότερα μέρη μιας περιοδείας. Δυστυχώς δεν προσφέραμε κανένα από τα δύο παραπάνω παρότι και την περιοδεία την αναζητήσαμε χωρίς επιτυχία. Ας παραμείνω όμως στο γεγονός ότι είμαι πολύ περήφανος για το στήσιμο της συγκεκριμένης παραγωγής και να ευχαριστήσω όσους συνέβαλαν ενεργά.

Όσον αφορά τους αγαπημένους μου εξωγήινους, τους κριτικούς πάλι δεν μας προτιμήσανε. Πήγαν όλοι μαζί στην πρεμιέρα του… Δεν χρειάζεται να αναφέρω ονόματα, αφού δεν είναι σκοπός του άρθρου αυτού να υποπέσει σε κουτσομπολίστικα και κομπλεξικά σχόλια. ΠΟΥΘΕΝΑ όμως, ΠΟΥΘΕΝΑ στον κόσμο δεν βλέπεις όλους τους δημοσιογράφους-κριτικούς περιοδικού να πηγαίνουν μαζί στην ίδια παράσταση. Και οτιδήποτε άλλο να περνάει σε δεύτερη μοίρα. Πόσο μάλλον όταν για τους κριτικούς μάλλον ανήκεις στην τρίτη ή τέταρτη μοίρα.

Έτσι, για να ακολουθήσω τους συνειρμούς μου, διάβασα συνέντευξη ένος από τους πιο καταξιωμένους Έλληνες σκηνοθέτες από Έλληνα δημοσιογράφο. Και αντί να τον ρωτήσει για το έργο που ανεβάζει, αρχίζουν οι ερωτήσεις για το αν τον αγαπάει το γατάκι του και αν ο ίδιος θα ερωτευθεί κάποια στιγμή και θα σταματήσει να δουλεύει. Πως όμως αυτός ο δημοσιογράφος θα πάει να κάνει κριτική μετά; Θα μιλήσει για γατάκια; Καταλαβαίνω ότι βρίσκομαι σε ένα γενικότερο “brainstorming” όπως θα έλεγε ο φίλος μου ο Γιάννης, αλλά καταλάβετέ με, μόλις ολοκλήρωσα ένα έργο (έστω και τον πρώτο του κύκλο) που λεγόταν Λαβύρινθος και μάλιστα στα γαλλικά.

Επειδή το θέατρο και τα ομαδικά αθλήματα έχουν πολλά κοινά, θα ήθελα να αναφέρω ότι στον αθλητισμό υπάρχουν οι λεγόμενοι scouters που αναζητούν ταλέντα ακόμα και στη χειρότερη ομάδα της τελευταίας εθνικής. Εντάξει, καταλαβαίνω ότι υπάρχουν πολλά «διαμάντια» εκεί έξω. Όταν όμως κάποιος άνθρωπος του θεάτρου βλέπει ότι μια παράσταση στηρίζεται σε συνεργασία τόσων καλλιτεχνών από ηθοποιούς-χορογράφο-σκηνοθέτη-μουσικό-video artist και λοιπούς εμπλεκόμενους τότε καλό είναι να ψάξει λίγο παραπάνω. Όχι, ότι χρειάζονται όλοι αυτοί για να στηθεί μια ενδιαφέρουσα παράσταση. Αλλά καλό είναι να υπάρχουν άνθρωποι των θεάτρων που παρακολουθούνε και παραστάσεις που δεν προγραμματίζει το δικό τους θέατρο. Δεν πρέπει παρόλα αυτά να παραλείψω να πω ότι η συγκεκριμένη παράσταση προσέλκυσε πολύ περισσότερο κόσμο από την προηγούμενη δουλειά της ομάδας, κάτι που μας χαροποίησε ιδιαίτερα.

Τέλος, καλό είναι να αναφερθούν και οι αγαπημένοι επιχειρηματίες – ιδιοκτήτες των θεάτρων. Δεν μπορούν παρά να δούνε τέτοιου είδους παραγωγές (λίγες παραστάσεις στην αρχή ή το τέλος της σαιζόν) σαν ένα τρόπο να βγάλουν πολλά χρήματα και γρήγορα μόνο. Δεν τους νοιάζει ιδιαίτερα το τι θα παρουσιάσει κανείς. Με τη συγκεκριμένη λογική δεν νομίζω ότι αποκτούνε ένα κοινό που θα αναζητεί τις παραστάσεις του θεάτρου. Κάτι που έχουν πετύχει κάποια πολύ συγκεκριμένα θέατρα και πολύ-χώροι (ονόματα δεν λέμε, το ξαναείπα). Οπότε καλούμαστε σαν νέα ομάδα να γεμίσουμε ένα θέατρο των διακοσίων ατόμων καθαρά πάνω στην επικοινωνιακή μας πολιτική και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ή τα ονόματα των συντελεστών.

Την ίδια περίοδο με εμάς παρουσιάζονταν μια ακόμα παράσταση στον κάτω χώρο. Εμείς σαν θίασος ηλικιακά γύρω στα τριάντα είχαμε κατά κύριο λόγο ένα νεανικό κοινό (αναζητώντας αντίστοιχους σταθμούς όπως είναι ο BEST, το περιοδικό exodos, κλπ). Αυτός ήταν εξ αρχής και ο στόχος μας. Από την άλλη η παράσταση του κάτω χώρου είχε σχεδόν αποκλειστικό χορηγό επικοινωνίας την τηλεόραση και το ραδιόφωνο του 90.2. Πόσοι από τους θεατές της μιας παράστασης είδαν και την άλλη παράσταση; Όπως αντιλήφθηκα δεν πρέπει να ξεπέρασαν τα δέκα άτομα. Μπορεί να είναι απλοϊκός ο τρόπος που σκέφτομαι, αλλά πως ένα θέατρο αποκτά ένα δικό του κοινό; Θα πρέπει με κάποιον τρόπο να συμβάλει και να συμμετέχει περισσότερο στις παραστάσεις που κάθε φορά φιλοξενεί. Πως αλλιώς θα δημιουργηθεί ένας πυρήνας κοινού που θα αναζητάει κάθε φορά τις παραστάσεις που γίνονται στις σκηνές του συγκεκριμένου θεάτρου; Επιπλέον και για κάθε θίασο είναι πολύ εξουθενωτική διαδικασία να παρουσιάζει τις πρώτες του δουλειές σε χώρους που δεν έχουν έναν αριθμό θεατών που ανήκει στο ίδιο το θέατρο. Και επίσης, ένας ιδιοκτήτης θεάτρου στην τιμή ενοικίου καλό είναι να σκεφθεί όχι μόνο το πόσες θέσεις κοινού έχει η αίθουσα, αλλά και πόσες από αυτές γεμίζουν κάθε φορά ανεξάρτητα παράστασης καθαρά σαν φίλοι του χώρου.

Είπαμε δεν έχουν όλα τα θέατρα την ίδια δυναμική, αλλά αφού κάποιοι άνθρωποι έχουν έναν χώρο ας κάνουν και κάτι παραπάνω για αυτόν. Και αν έχουν κουραστεί από τη γενικότερη μιζέρια ας ανοίξουν το δρόμο και σε άλλους ανθρώπους που έχουν ένα γαμημένο μεράκι. Θα μου πεις ο άλλος να μην ωφεληθεί από το ψώνιο των συνανθρώπων του όταν με βάση τον αριθμό των παραστάσεων που γίνονται κάθε χρόνο φαίνεται ότι παρόμοιο ψώνιο με το δικό μας έχει πάρα πολύς κόσμος.

Μέσα από όλα αυτά τα μονοπάτια, ο Λαβύρινθος με βοήθησε – με βοηθάει βασικά να έρθω πιο κοντά στο δημιουργικό κομμάτι του εαυτού μου όσο έντονο ή κτηνώδες σαν ένας άλλος Μινώταυρος και αν είναι. Ο λαβύρινθος δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά είναι ένα βήμα προσωπικής και καλλιτεχνικής ωριμότητας μέσα από λάθη (κατά πολύ μεγάλο ποσοστό) και προσωπικές συνειδητοποιήσεις. Και με το τέλος των παραστάσεων καλούμαι πλέον να ολοκληρώσω αυτό το ταξίδι προς την έξοδο για να γυρίσω να κοιτάξω την είσοδο για άλλη μια φορά (διαδικασία του περπατήματος στο Λαβύρινθο). Αυτή η επιστροφή προς την έξοδο είναι για μένα πολύ δύσκολη. Την παρούσα στιγμή που επεξεργάζομαι το συγκεκριμένο κείμενο, είμαι στο σπίτι μου στην Πρέβεζα – τριακόσια πενήντα χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα που παρουσιάστηκε η παράσταση – σε αυτή την όμορφη αν και απομονωμένη πόλη της Ελλάδας. Θα προτιμούσα βέβαια να είμαι στο Κιότο της Ιαπωνίας και να βλέπω από το μπαλκόνι του σπιτιού μου ένα δρομάκι από χαλίκι που οδηγεί σε ένα σπίτι τσαγιού χτισμένο στον κορμό δέντρου. Τώρα που το σκέφτομαι μου φαίνεται μια πολύ καλή ιδέα για τα επόμενα Χριστούγεννα.

Όλες αυτές οι σκέψεις και οι μνήμες αναδύονται αρκετά βίαια στο μυαλό μου. Και θα χρειαστώ λίγο καιρό να επανέρθω ύστερα από τα οργασμικά σοκ που δέχθηκα αυτό το διάστημα δημιουργίας του Λαβύρινθου. Και αφού ένα καλό φινάλε μπορεί να κάνει τους θεατές να ξεχάσουν κάποια στραβοπατήματα μιας παράστασης, μιας ταινίας ή και ενός άρθρου…
ΤΕΛΟΣ

Σχόλια