Λεωφόρος


Είναι η πρώτη μου αποστολή και νιώθω ότι το έγκλημα που έχω να διαλευκάνω ξεπερνά κατά πολύ τις δυνατότητές μου. Έχω να αντιμετωπίσω κάτι πιο φρικιαστικό και από αυτό που φανταζόμουν. Πιο πέρα από τις πιο εφιαλτικές μου σκέψεις. Έπρεπε να είχανε αναθέσει σε κάποιον έμπειρο αυτή τη δολοφονία. Αποφάσισα να φύγω αμέσως από την πόλη. Την πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα, αλλά που πλέον δεν υπάρχει τίποτα που να μου επαναφέρει την ελάχιστη ευχάριστη μνήμη. Πήρα όλα μου τα πράγματα, μπήκα στο αυτοκίνητο και έφυγα. Ήταν πολύ σκοτεινά. Όλα ήταν κλειστά. Κανένας δεν κυκλοφορούσε έξω. Λες και κάτι τους φοβίζει. Ότι θα αντιμετωπίσουν κάτι πολύ τρομακτικό. Ένα τέρας όπως αυτό που λένε ότι δολοφόνησε τη μικρή Δήμητρα.

Διέσχιζα το δρόμο με μεγάλη ταχύτητα. Ίσως και εγώ να φοβόμουν ότι θα αντιμετωπίσω αυτό το τέρας μπροστά μου. Δεν μπορούσα να δω πολύ μακριά. Μόνο ότι φωτίζονταν από τα φώτα του αυτοκινήτου. Συνεχίζονταν να είναι όλα στο σκοτάδι. Οι φιγούρες των δέντρων φάνταζαν σαν σκοτεινά σκιάχτρα έτοιμα να μου επιτεθούν. Είχα την εντύπωση ότι βλέπω κινήσεις και άλλων μορφών ανάμεσα στα δέντρα και οδηγούσα ακόμα πιο γρήγορα. Προσπαθούσα να αποφύγω όλες αυτές τις φοβίες μου. Μεγάλωσα μέσα στο φόβο. Έμαθα με κάποιον τρόπο όμως να μην τον αφήνω να με κυριεύει. Αλλά το πτώμα του μικρού κοριτσιού έχει γίνει ο εφιάλτης μου.

Καθώς οδηγούσα με μεγάλη ταχύτητα πρόσεξα από μακριά κάτι που στην αρχή δεν μπορούσα να κατανοήσω τι είναι. Όσο το πλησίαζα τόσο μου φαινόταν αδιανόητο. Άρχισα να χαμηλώνω την ταχύτητά μου μέχρι να χαθεί αυτή μου η ψευδαίσθηση, που όμως όσο πλησίαζα γινόταν ακόμα πιο έντονη. Χαμήλωσα και άλλο, και άλλο και άλλο… Ακινητοποίησα το αυτοκίνητο. Καθόμουν με αναμμένη τη μηχανή, τα μεγάλα φώτα του αυτοκινήτου αναμμένα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω αυτό το όραμα. Ίσως να ήταν ακόμα ένας εφιάλτης από αυτούς που βλέπω τελευταία αφού γύρισα σε αυτή την πόλη. Μέσα από το αυτοκίνητο φαίνεται ότι ο δρόμος είναι κομμένος και ότι υπάρχει μια σκοτεινή τρύπα. Μάλιστα δεν φαίνεται να υπάρχει συνέχεια του δρόμου. Σαν να βρίσκομαι σε ένα αδιέξοδο. Άρχισα να ιδρώνω. Ακόμα πιο άσχημες σκέψεις κυρίευαν το μυαλό μου. Από τότε που είχα χαθεί μικρός σε μια βαλτώδη τάπια και για δυο τρεις ώρες ήταν σαν να κάνω κύκλους και να επανέρχομαι στο ίδιο σημείο. Ώσπου όταν βγήκα ακούγοντας τις φωνές των φίλων μου, γύρισα σπίτι αμέσως και είχα τριάντα εννιά πυρετό.

Κοίταξα αριστερά και δεξιά μήπως μου επιτεθεί κάποιος από ένα σκοτεινό σοκάκι και με σκοτώσει όπως σκότωσαν τη μικρή Δήμητρα. Ήμουν στη μέση του πουθενά σκέφτηκα. Μόνο αν με ακολούθησε κάποιος θα μπορούσε να μου επιτεθεί. Αποφάσισα να βγω έξω, να δω αν όντως αυτή η μαύρη τρύπα δεν είναι της φαντασίας μου. Είναι βράδυ σκέφτηκα, μπορεί να είναι κανένα παιχνίδι του μυαλού μου. Ανοίγω την πόρτα. Ένα κρύο αεράκι μπαίνει μέσα στο αυτοκίνητο. Πατάω το πόδι μου στο δρόμο. Συνειδητοποιώ ότι όταν κάποιος ζει τόσο έντονα συναισθήματα όπως αυτό του φόβου του αποτυπώνονται όλες οι ηλίθιες λεπτομέρειες του γεγονότος, ακόμα και οι πιο ασήμαντες. Βγαίνω έξω. Το αεράκι χτυπάει το πρόσωπό μου και η βαριά υγρασία σαν να κάθεται σαν γλίτσα στη σπονδυλική μου στήλη και τη βαραίνει. Προχωράω μπροστά, εκεί που φωτίζουν οι προβολείς του αυτοκινήτου μου. Αλλά φαίνεται ότι ο δρόμος συνεχίζεται κανονικά. Απλά έχουν σβηστεί οι λευκές γραμμές. Αναρωτιέμαι αν έχουν προκληθεί ατυχήματα και αν ενδιαφέρθηκε κανείς να ξαναβάψει λευκές γραμμές.

Ξαφνικά ακούω μικρά βήματα. Για ελάχιστα χιλιοστά του δευτερολέπτου ο τρόμος έχει κατακλύσει όλο μου το σώμα και έχει τρυπήσει το κρανίο και το φλοιό του εγκεφάλου μου. Και πριν γυρίσω να δω από πίσω, συνειδητοποιώ ότι ο ήχος δεν είναι από βήματα ανθρώπινα, αλλά κάποιου ζώου. Όντως, γυρνάω και βλέπω μια αλεπού να με πλησιάζει. Στέκεται μπροστά μου και με κοιτάζει. Αποπνέει μια ηρεμία, μια οικειότητα, σαν να είναι ένα θεϊκό πλάσμα που ήρθε να με βοηθήσει. Τα μάτια της γυαλίζουν στο σκοτάδι και το φως των προβολέων τονίζει το υπέροχο τρίχωμά της. Ανοίγει το στόμα της και μιλάει χαμηλόφωνα: «Το νήμα τελειώνει στο κέντρο». Γυρνάει και χάνεται στο σκοτάδι και εγώ παρακολουθώ το ταξίδι της πίσω από εκεί από όπου εμφανίστηκε.

Μπήκα στο αυτοκίνητο να οδηγήσω. Ένιωθα πως με κάποιον μαγικό τρόπο οι φοβίες μου είχαν χαθεί. Ήμουν πιο σίγουρος πλέον για να διασχίσω αυτό το σκοτεινό μονοπάτι. Μόλις πέρασα το σκοτεινό σημείο όμως φαινόταν σαν να γυρνάω πίσω. Σκέφτηκα ότι μπορεί να ζω τη συνέχεια του ίδιου εφιάλτη. Να μην έχω ξυπνήσει. Αλλά αυτό πως μπορώ να το ξέρω; Αφού δεν μπορώ να ξεχωρίσω τι είναι αλήθεια ή κομμάτι της φαντασίας μου. Το τέλος του νήματος!; Σκέφτηκα ότι οι λευκές γραμμές που επανήρθαν στο δρόμο είναι σαν ένας περίεργος μίτος. Και παρότι η διαδρομή φαινόταν ακόμα πιο χαοτική σαν να κάνω κύκλους, να γυρνάω από την ίδια διαδρομή που διένυσα πριν, είχα ένα ανεξήγητο αίσθημα ότι παραμένω στο δρόμο μου.

Ο δρόμος σταμάτησε. Μπροστά μου είναι η πλατεία της πόλης. Αλλά φαινόταν ότι βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και η πόλη απλώνεται γύρω της σαν ένας τρισδιάστατος πίνακας ζωγραφικής.

Ίσως στην πλατεία υπήρχε ένα στοιχείο που δεν είχα δει και έπρεπε με κάποιον τρόπο να ανακαλύψω. Ίσως δεν έπρεπε να έρθω σε αυτό το μέρος ευθύς εξαρχής. Τώρα όμως είμαι εδώ και μπροστά μου ορθώνεται ένας νέος κόσμος, άγνωστος μέχρι τώρα, που μπορώ να δω πολύ διαφορετικά πλέον.

Σχόλια